ἀπομόναχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομόναχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπομόναχος ἐπίθ. πολλαχ. ἀπομοναχὸς Κύθηρ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Κορινθ. Μάν. Τρίπ. Τριφυλ.) κ.ἀ. ἀπομονάχος Πελοπν. (Κορινθ.) ἀπομόναχο Τσακων. ’πομόναχος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. μοναχός.

Σημασιολογία

1) Ἐντελῶς μόνος, μόνος ἄνευ ἄλλων πολλαχ.: Πέθαναν ὅλοι κ᾽ ἔμεινε ἀπομονάχος του Κορινθ. Ἔμειν᾿ ἀπομόναχος, πέθαναν οὕλοι οἱ δικοί του Πελοπν. (Βούρβουρ.) 'Εσὺ σκοτώθηκες, ἐγώ ἔμεινα ἔρ’μη κιˬ ἀπομόναχη Πελοπν. (Λεχαιν.) || Φρ. Μόνος κιˬ ἀπομόναχος (παντελῶς ἔρημος) ᾿Αθῆν. 'Πομόναχος νὰ εἶναι! (ἐπὶ ἀνθρώπου προκαλοῦντος τὸν ἀποτροπιασμὸν ἢ διὰ νόσον ἢ διὰ σπουδαῖον μειονέκτημα ἢ δι᾽ ἄλλον λόγον. ᾽Αρὰ) Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ᾽Εκεῖνος κιˬ ἀπομοναχός του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύθηρ. ’Απομόναχος κιˬ ἀποσβολωμένος νὰ εἶναι! (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Πυλ.) ’Απομόναχος κιˬ ἀποβουλλωμένος νὰ εἶναι! (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τοῦτος κιˬ ἀπομόναχος (κατὰ τὴν ἐκφορὰν λειψάνου) Πελοπν. (Αἴγ. Πάτρ.) 2) Αὐτὸς καθ’ ἑαυτόν, μόνος, οὐχὶ δι᾽ ἄλλων πολλαχ.: ᾿Απομοναχός του ἦρθε, κἀνεὶς δὲν τὸν κάλεσε Πελοπν. (Τρίπ.) || Παροιμ. Στεῖλε, μάννα, τὴν εὐκή ζου. - Σῦρε κιˬ ἀπομοναχή ζου (ἐπὶ ὀκνηρῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ τὰ μέγιστα ἀγαθὰ ἀναμένουν παρ’ ἄλλων) Πελοπν. (Μάν.) 3) Οὐδ. οὐσ., τὸ σμερδάκι Πελοπν. (Τρίπ): ’Επολέμησε νιˬὰ βολὰ μὲ τ’ ἀπομόναχο καὶ εἶχε νυχεˬὲς ἀπὸ τὸ ἀπομόναχο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/