ἀπομορφίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομορφίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομορφίζω ἀμάρτ. Μέσ. ἀπομορφίζομαι Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ὀμορφίζω.
Σημασιολογία
Μέσ. γίνομαι πολὺ εὔμορφος, ὡραῖος: ᾎσμ. ’Σ τὴν κάμαρα τση τά ’μπασε κ᾿ ἔκατσε κ᾽ ἐστολίστη κ᾽ ἡ Λένη ποῦ ’τον ὄμορφη, τότες ἀπομορφίστη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA