ἀπομπάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομπάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομπάζω πολλαχ. ἀπουbάζου Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μπάζω.

Σημασιολογία

Εἰσάγω τι ἐντελῶς, τελειώνω τὴν εἰσαγωγήν, ἰδίᾳ ἐπὶ συγκομιδῆς προϊόντων: Ἀπουbάσαμι τὰ γιννήματα Σᾶμ. || ᾎσμ. Γυρεύει ἀπ᾿ τὴ γειτονιˬὰ γιˬὰ νὰ τὸ μπάσῃ, τὸ ἔμπασε τ᾿ ἀπόμπασε, ἔκαμε τρία πινάκιˬα (νὰ τὸ μπάσῃ ἐνν. τὸ σιτάρι) Πελοπν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/