ἀπομπαλαΐχου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομπαλαΐχου
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομπαλαΐχου Τσακων. ἀπομπαΐχου Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *μπαλαΐχου, ὃ ἐκ τοῦ μαλάζω-μαλάσσω. Ὁ τύπ. ἀπομπαΐχου ἐκ τοῦ ἀπομπαλαΐχου μετ’ ἀποβολὴν τοῦ λ μεταξὺ φωνηέντων καὶ ἀπλοποίησιν τοῦ διπλοῦ α.
Σημασιολογία
Κοιμίζω, ἀποκοιμίζω: ᾽Αποbάϊτσέ νι γλυκά. || ᾎσμ. Ἔα, ὕπρε τοῦ γιˬαοῦ | τζαὶ δροσιˬὰ τοῦ Μαλεβοῦ τζαὶ γλυκὰ ἀπομπαϊτσέ νι | τὰν ἡμέραν ξύπνιτσέ νι (βαυκάλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA