ἀπομπαρκαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομπαρκαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομπαρκαρίζω ἐνιαχ. ἀποbαρκαρίζω Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μπαρκαρίζω.
Σημασιολογία
'Αποβιβάζω ἐπιβάτας ἢ ἐμπορεύματα ἀπὸ τοῦ πλοίου ἢ κάμνω ὥστε νὰ ἀποβιβασθοῦν ἐνιαχ.: Πάνε δύο ὧρες ποῦ ἀποbαρκάρισε τὸ παπόρι Πελοπν. (Μάν.) Καὶ μέσ. ἀποβιβάζομαι, ἐξέρχομαι ἀπὸ τοῦ πλοίου εἰς τὴν ξηρὰν ἐνιαχ.: Ἀποbαρκαρίστηνα ἀπὸ χτὲς τὸ βράδυ Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA