ἀπόμπευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόμπευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόμπευτος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πομπευτὸς<πομπεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ πομπευθείς, ὁ μὴ χλευασθείς, ἀχλεύαστος: Δὲν ἀφίνει ἄνθρωπο ἀπόμπευτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA