ἀπομύλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομύλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομύλι τὸ, Κῶς -Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. *μύλι<μύλος.
Σημασιολογία
1) Πληθ., τὰ ἀπὸ χαραγῆς τοῦ μύλου ἄλευρα Κῶς. 2) Μικρὰ ποσότης ἀλεύρου ὑπολειπομένη εἰς τὸν μύλον μετὰ τὴν ἄλεσιν τῶν σιτηρῶν Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA