γόμπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόμπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γόμπα ἡ, Α. Λασκαράτ., Μυστήρ, 9 γόbα Κεφαλλ. σγὸμπα Πελοπν. (Πάτρ.) σγόbα Ζάκ. (Κερ. κ.ἀ.) - Δ. Γουζέλ., Χάσης, 58 σγούμπα Πελοπν. (Γαργαλ. Γέρμ. Δίβρ. Καλάβρυτ. Μαργέλ. Μεσσην. Ὀλυμπ. Τριφυλ. κ.ἀ.) σγούbα Θήρ. Ἰθάκ. Κέρκ. Λευκ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ζούμπα Πελοπν. (Βούτσ. Δίβρ. Κοντοβάζαιν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gobbα, παρὰ τὸ ὑπ. καὶ sgobbα. Βλ. καὶ Ν. Πολίτ., Παροιμ., 3.37. Περὶ τῆς προσθήκης τοῦ σ πρὸ συμφώνου πβ. Χ. Παντελίδ. εἰς Byzant. Neugr. Jahrb. 6 (1928), 401 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
Ἡ κυφότης ἔνθ᾽ ἀν.: Πάει ὁ γέρος, ἔκαμε σγόbα Ζάκ. (Κερ.) Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀντώνης ὁ Φιλώνης ἔχει νιˬὰ σγούμπα σὰν τοῦ Καραγκιόζη Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ Παναγιˬώτα τοῦ Πλατήγιˬαννη ἔχει μεγάλη σγούμπα Πελοπν. (Δίβρ.) Ἔχει μιˬὰ σγούbα πίσω ᾽ς τὴ bλάτ᾽ του, πού ᾽ναι χάλιˬα Λευκ. Ἐγέρασε, ἔχει μιˬὰ σγούbα σὰ χωράφι Πελοπν. (Μάν.) Σοῦ ᾽σιˬάζω τὴ σγόbα ἀφόρτσα ξυλιˬὲς Δ. Γουζέλ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. καμπούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA