βουλλωστομιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουλλωστομιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουλλωστομιˬάζω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἐκφρ. βουλλώνω στόμα.

Σημασιολογία

1) Κλείω τὸ στόμα δι’ ἐπιθέσεως πράγματος : Τὸ βουλλωστόμιˬασες τὸ παιδὶ καὶ θὰ σκάσῃ. 2) Ἀναγκάζω τινὰ νὰ σιωπήσῃ : Ἤθελε νὰ τοῦ ἀραδιˬάσῃ ψέματα, μὰ τὴνε βουλλωστόμιˬασε μ’ ἕνα του λόγο. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστομώνω 1, ἔτι δὲ βουβαίνω 2, βουβοστομιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/