γαγγραινιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαγγραινιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαγγραινˬιάζω πολλαχ. γαγγρινιˬάζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. gαgραινιˬάζω Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ. καγγραινιˬάζω Λεξ. Περίδ. Βυζ. καγγκρινιˬάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) καγγρανιˬάζω Κῶς Μεγίστ. καγγρανιˬάτζω Σύμ. κακρανιˬάζω Ρόδ. κακρινιˬάζου Λέσβ. gαgραινιˬῶ Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάγγραινα.

Σημασιολογία

Προσβάλλομαι ἀπὸ γάγγραιναν. ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Γαγγραίνιˬασαν τὰ σπλάχνα μου ἀπὸ τὸν ἔρωτά σου, ἡ ὕπαρξί μου κρέμεται σὲ δυˬὸ λόγιˬα δικά σου Δαρδαν. Συνών. γαγγραινάρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/