ἀγαθάγρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαθάγρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγαθάγρα ἡ, Κῶς ἀαθάγρα Κάλυμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγαθός καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άγρα, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. Γενικ. Γλωσσ. 305.

Σημασιολογία

Εὐήθεια, βλακεία ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔχει λίην ἀαθάγρα (λίην=ὀλίγην) Κάλυμν. Συνών. ἀγαθότη 2, ἀγαθουκλιˬά, ἀγαθωμάρα, ἀγαθωσύνη 2, ζαβωμάρα, κουταμάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/