γεροντοκολιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοκολιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
γεροντοκολιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ᾽εροdοκολιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. κολιˬά.
Σημασιολογία
Ἡ μεστή, σκληρὰ κολιˬὰ (==εἶδος σκολύμου) : Εὐτὲς εἶναι ᾽εροdοκολιˬές! Τοῦ κόσμου τὰ ξύα θὰ κάψῃς νὰ τσὶ μαερέψῃς. Δὲν εἶχεν ἄα χόρτα κ᾽ ἤφερες τσὶ ᾽εροdοκολιˬὲς ἐτοῦτες;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA