γάλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάλα τό, κοιν. γάαλα Σέριφ. γάλαν Ἰκαρ. Κύπρ. Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Πλάταν. Σαντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.) Ρόδ. γάλας ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (᾿Ανδρων. Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ’Ιων. (Καραμπ.) Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέγαρ. Μεγίστ. Προπ. (Κύζ.) Σκῦρ. Σύμ. Χίος (Καρδάμ. Πυργ.) κ.ἀ. gάλα Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Μαλακ.) γάουα Νάξ. (Βόθρ. Σκαδ.) ᾿άουα Νάξ. (Βόθρ.) ᾽ουάα Νάξ. (Κορων. Φιλότ.) ᾽άλα Νάξ. (’Απύρανθ.) ᾿άα Νάξ. γά Καππ. (Φάρασ.) Τσακων. βάλα Κάρπ. Γενικ. τοῦ γαλάτου καὶ γαλατιˬοῦ κοιν. Πληθ. γάλιτα Πόντ. (Ὄφ.) γάλ’τα Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γάλα. Τὸ γάλας κατ’ ἀναλογ. τοῦ κρέας κατὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 442 καὶ 462. Ὁ τύπ. καὶ. μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 597 (ἔκδ. Wagner 161) «ἀκόμη καὶ τὸ γάλας μου μεῖζον τοῦ ἐδικοῦ σου».

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐκ τῶν μαστῶν τῆς γυναικὸς καὶ τῶν μαστοφόρων ζῴων ἐκκρινόμενον θρεπτικὸν λευκὸν ἢ ὐποκίτρινον ὑγρὸν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Μαλακ. Φάρασ.) Πόντ. ('Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄσπρο σὰν τὸ γάλα (ἐπὶ πράγματος λευκοτάτου). Γάλα τοῦ κουτιˬοῦ (τὸ ἀποστειρωμένον καὶ συμπυκνωμένον) κοιν. || Φρ. Τὸ στόμα του μυρίζει ἀκόμα γάλα (ἐπὶ τοῦ μικροῦ τὴν ἡλικίαν καὶ ἀπείρου). ᾽Αρνὶ - μοσκάρι τοῦ γάλατος (τὸ θηλάζον ἔτι). Ποδαράκιˬα τοῦ γαλάτου ἀρνήσιˬα (ποδαράκια μικροῦ ἀρνιοῦ). Μέλι γάλα (ἐπὶ συμφιλιώσεως ἢ ἄκρας συμπνοίας, οἷον: ἔγιναν μέλι γάλα ἢ ἔγιναν ὅλα μέλι γάλα, εἶναι ὅλα μέλι γάλα, τὰ βρῆκα ὅλα μέλι γάλα κττ.) Ἔφτυσα ἤ μαρτύρησα τῆς μάννας μου τὸ γάλα (ἐταλαιπωρήθην πολύ). Τοῦ πουλλιˬοῦ τὸ γάλα (ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτίμων ἐδεσμάτων, συνών. ἀρχ. «ὀρνίθων γάλα»). Σὰν τὴ μυῖγα μέσ᾽ ᾿ς τὸ γάλα (ἐπὶ πράγματος ἀναρμόστου) κοιν. Ἄνθρωπος τοῦ γάλατος (πεπαισμένως ἐπὶ ἀνθρώπου λεπτοφυοῦς, ὄχι χειροδυνάμου) πολλαχ. Χοντρὸ γάλα (τὸ περιέχον πολὺ βούτυρον, τὸ παχὺ) Πελοπν. (Μαζαίικ.) Πήζω τὸ γάλα (τυροκομῶ) αὐτόθ. ᾿Αρνὶ ἀπ᾽ τοὺ γάλα (τὸ θηλάζον ἔτι) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χυμένου γάλα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀναξίου καὶ εὐτελοῦς) Εὔβ. (Στρόπον.) Τὸν ἔσφιξαν τὰ γάλατα (ἐπὶ τοῦ λίαν βιαστικοῦ, ἐκ μεταφ. τῆς θηλαζούσης αἰγὸς βιαζομένης μετὰ τὴν βοσκὴν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς θηλασμὸν Πελοπν. (’Αρκαδ. Μάν.) Ἡ θάλασσα εἶναι γάλα (ἀφρώδης ἐκ τῆς τρικυμίας) Κύθηρ. ’Σ τὰ γάλατα (εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς τυροκομίας) Αἰτωλ. Μπαίνει ᾿ς τὸ γάλα (ἐπὶ τοῦ συμμετέχοντος εἰς κέρδος ἐκ μεταφ. τῶν πρὸς τυροκομίαν συνεταιριζομένων ποιμένων) Κρήτ. Ξινίζει τοῦ γαλάτου (ἀποπνέει ὀσμὴν ὀξίνου γάλακτος) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ᾿Αρμέγω ἕνα γάλα τὴν ἀγελάδα - τὴν κατσίκα κττ. (ἅπαξ τῆς ἡμέρας) Σῦρ. Μοῦ κόλλησε σὰ dῆς μάννας μου τὸ γάλα (ἐπὶ πράγματος καταστάντος ἰσχυρῶς ἐπιθυμητοῦ) Κρήτ. ᾽Εγώ ’χου τοὺ γάλα (ἐμὲ εὐνόησεν ἡ τύχη) Λεσβ. || Παροιμ. Κάηκε ᾽ς τὸ γάλα, φυσᾷ καὶ τὸ γιˬαούρτι (ἐπὶ ἀνθρώπου παθόντος καὶ προφυλαττομένου καὶ ὅπου οὐδεὶς ὑπάρχει κίνδυνος) κοιν. Κι ἀπὸ τὴ στέρφα γίδα βγάζει γάλα (ἐπὶ τοῦ ἱκανοῦ νὰ κερδίσῃ ὅθεν δὲν ἐλπίζει τις) πολλαχ. ᾿Ασ᾿ σὸν ἀρνικὸν τὸ γάιδρον γάλαν ἐβγάλλ’ καὶ παίρ᾿ (ἀπὸ τὸν ἀρσενικὸ γάιδαρο βγάζει καὶ παίρνει γάλα, συνών. τῇ προηγουμένη) Χαλδ. Ἄλλά εἶν᾿ τ’ ἄλλα | κιˬ ἄλλο τῆς Παρασκευῆς τὸ γάλα (ἐπὶ πραγμάτων καὶ περιστάσεων διαφορωτάτων) σύνηθ. || Γνωμ. Τοὺ γάλα τρέφει τοὺ πιδὶ κιˬ οὑ ἥλιˬους τοὺ μουσκάρ’ κὶ τοὺ κρασὶ τοὺ γέρουντα τοὺν κάνει παλληκάρ’ Μακεδ. (Βέρ.) || ᾌσμ. Οἱ ἓξ ἀλέθουν μὲ νερὸ κ’ οἱ ἕξι μὲ τὸ γάλα καὶ ᾿ς τὸν ἀφρὸ τοῦ γαλατιˬοῦ τρία κοράσιˬα πλένουν Πελοπν. (Πάτρ.) Ἄσπρη ᾽σαι σὰ dὰ γάλατα ποῦ βγάνουν οἱ προβάτες, ξεχωριστή ᾿σ᾽, ἀγάπη μου, ἀπὸ τσοὶ μαυρομμάτες Κρήτ. || ᾿Εν συνεκφ. μὲ τὸ ἐπίθ. γλυκὺς Κύπρ. (Λεμεσ. Πάφ.) Πόντ. (Πλάταν. Τρίπ.): Γλυκὺν γάλαν Πλάταν. Τρίπ. Γλυτὺν γάλαν Λεμεσ. Πάφ. Ὁ πληθ. Γάλατα τοπων. Ἤπ. β) Ὑπὸ τὸν τύπ. γάλαν ὄξινον τὸ κοινὸν γιˬαούρτι Κύπρ. (Λεμεσ. Πάφ.) γ) Τὸ ὀξύγαλα, τὸ γιαούρτι Θρᾴκ. (Σιρέντζ.) Πόντ. (Πλάταν. Τρίπ.) δ) Ὑπὸ τὸν τύπ. τῆς παραμάννας τὸ γάλα, τὰ λευκὰ στίγματα τῶν ὀνύχων Θρᾴκ. (Κασταν.) 2) Ὁ γαλακτώδης ὀπὸς φυτῶν καὶ καρπῶν κοιν.: Φρ. Εἶναι’ς τὸ γάλα τους τὰ στάριˬα (δὲν ἔχει πήξει ἀκόμη ὁ καρπὸς) κοιν. ’Απὸ τῆς συκεˬᾶς τὸ γάλα (ἐπὶ συγγενείας λίαν ἀπομακρυσμένης ἢ ἀνυπάρκτου) πολλαχ. || ᾎσμ. Φίδιˬα μοῦ μαγερέψανε μὲ τῆς συκεˬᾶς τὸ γάλα γιˬὰ νὰ τὰ φάγω ν’ ἀρνηθῶ τὰ μάτιˬα σου τὰ μαῦρα Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. 3) Τὸ διάλυμα τῆς ἀσβέστου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ πέρασα γάλα τοὺ σπίτ’ (τὸ ἄσπρισα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/