γραμματικὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματικὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γραμματικὴ ἡ, λόγ. κοιν. γραμμακιτὴ Τσακων. (Πραστ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γραμματικὴ.
Σημασιολογία
1) Τὸ σχετικὸν μὲ τοὺς γραμματικοὺς κανόνας τῆς γλώσσης μάθημα λόγ. κοιν. καὶ Τσακων. (Πραστ.): Κάνομε δυˬὸ φορὲς τὴ βδομάδα γραμματικὴ. Τὸν σήκωσε ὁ δάσκαλος καὶ δὲν ἤξερε γραμματικὴ λόγ. κοιν. ὰ γραμμακιτὴ ὄ ᾽ν᾽ ἔγκου κὰ (εἰς τὸ μάθημα τῆς γραμματικῆς δὲν πηγαίνει καλὰ) Πραστ. β) Βιβλίον διδακτικὸν περιέχον τοὺς γραμματικοὺς κανόνας τῆς γλώσσης λόγ. κοιν.: Ξέχασα τὴ γραμματική μου ᾽ς τὸ σχολεῖο. 2) Ἡ ὑπηρεσία γραμματέως, η γραφικὴ ἐργασία Χίος: Ἐδούλευαν σὲ γραμματικὲς (ἔκαμνον χρέη γραμματέων, εἰργάζοντο ὡς γραμματεῖς). Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τὸν τύπ. Γραμματικὴ πολλαχ. καὶ Καππ. (Φλογ.) καὶ ὑπὸ τοὺς τύπ. Γραμματ᾽κὴ Λῆμν. Γραμματιτσὴ Μέγαρ. Νίσυρ. Γραμματικὼ Θήρ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. κ.ἀ.) Σάμ. Γραμματ᾽κὼ Πάρ. Σάμ. Γραμματικὸ τό, Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA