αἴθριˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἴθριˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αἴθριˬασμα τὸ, ἀμάρτ. αἴχτρσμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) αἰχτρίαγμαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. αἰθριˬάζω, παρ’ ὃ καὶ αἰχτρζω.
Σημασιολογία
Ἀνέφελος καιρός, αἰθρία, εὐδία ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. φρ. Τῆ Καλανταρί’ τ᾽ αἰχτρσματα καὶ τῇ γραίας τ᾽ ὀμνύσματα (τοῦ Ἰανουαρίου ἡ αἰθρία καὶ τῆς γραίας οἱ ὅρκοι. Δηλ. αἱ μεθ’ ὅρκου βεβαιώσεις τῆς γραίας εἶναι τόσον ἀσταθεῖς καὶ ἀβέβαιοι, ὅσον καὶ ἡ αἰθρία τοῦ Ἰανουαρίου) Χάλδ. Μοθοπωρί’ αἰχτρσματα, έρας ὀμνύσματα (φθινοπωριναὶ αἰθρίαι, χήρας ὅρκοι. Συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA