αἰκιαστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰκιαστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἰκιαστὸς ἐπίθ. ἰκιαστὲ Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *αἰκιάζω. Πβ. ἀρχ. αἰκίζω.
Σημασιολογία
Βεβλαμμένος σωματικῶς ἢ ψυχικῶς: Ἔντερι ἔνι ἰκιαστὲ (οὖτος εἰναι κτλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA