αἷμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἷμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αἷμα τό, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ὄφ.) αἷμαν Κύπρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σύμ. αἷμας Ἀθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) Σκῦρ. Σῦρ. αἷμ-μα Χίος (Πυργ.) γαῖμα σύνηθ. gαῖμα Ἀπουλ. γαῖμαν Κύπρ. γιˬόμα Θρᾴκ. (Σουφλ.) Προπ. (Πάνορμ) Σύμ. ὄμα Κάρπ. ὄιμα Καππ. ὄιιμαν Καππ. (Φάρασ.) ὄγιμα Κάλυμν. Καππ. (Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἷμα. Ὁ τύπ. αἷμαν καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐντὸς τῶν ἀρτηριῶν καὶ τῶν φλεβῶν ἀνθρώπου καὶ ζῴου κυκλοφοροῦν ἐρυθρὸν ὑγρὸν κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τὸ ἀρνὶ ἦταν ἄψητο καὶ τό ’τρωγαν μὲ τὸ αἷμα. Στύβω τὸ κρέας καὶ πίνω τὸ αἶμα κοιν. Στάζει - τρέχει τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πληγή. || Παροιμ. Τὸ αἷμα νερὸ δὲ γίνεται καὶ ἂν γενῇ δὲν πίνεται (καὶ ἂν ποτὲ διαταραχθῇ ἡ πρὸς τοὺς οἰκείους ἀγάπη, δὲν δύναται. νὰ μεταπέσῃ εἰς ἔχθραν ἄσπονδον) σύνηθ. || ᾌσμ. Ἐμουν τὰ ᾽όντιˬα του κριὰς καὶ τὰ φτερά του τ’ ὄμα (γέμουν τὰ δόντια του κτλ.) Κάρπ. ᾿Τεῖ ποῦ ᾽πιˬαννεν ὁ Χάροντας τὰ γαίματα πιτοῦσαν Κύπρ. Τὸ στόμα ὅιμα ἔγεμεν καὶ γλῶσσα ἀπελαλε͜ιοῦντον Καππ. Πρὸς δήλωσιν τοῦ λίαν ἐρυθροῦ χρώματος: Ἔγινε ὅλος αἷμα. Καρπούζι αἷμα. Σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα κοιν. Τὸ μωρὸν ἐγέντον αἷμαν (ἔγινε κατέρυθρον) Πόντ. Οὐρανὸν ἐκλῶστεν αἷμαν (ὁ οὐρανὸς μετεβλήθη εἰς αἷμα) Χαλδ. Τὸ ποτάμ’ ἐκόπεν αἷμαν (μετεβλήθη εἰς αἷμα) Τραπ. Χαλδ. Τὸ ποτάμιν γαῖμαν πάει (εἶναι πολὺ θολὸν) Κερασ. || ᾎσμ. Τὸ φεγγαράκι τὸ λαμπρὸ ᾿ς τὸ αἷμα βουτημένο Ἄνδρ. Ἐν τῇ χειρουργικῇ καὶ τῇ ὐγιεινῇ: Βγάζω - παίρνω αἷμα (φλεβοτομῶ, φλεβοτομοῦμαι), κρατῶ - σταματῶ τὸ αἷμα (ποιοῦμαι ἐπίσχεσιν τῆς αἱμορραγίας). Ἀλλάζω - βάζω - κάνω - χάνω αἷμα. Ἀρρωστημένο - γλυκὸ - θολὸ - καθαρὸ - κακὸ - καλὸ - σκοτωμένο αἷμα. Ἡ γυναῖκα ᾿ς τὴ γέννα της ἔχασε πολὺ αἷμα. Τὴν ἄνοιξι ἀλλάζουν τὰ αἵματα κοιν. Ἐν τῇ νοσολογίᾳ: Κατουρῶ - ξερνῶ - φτύνω αἷμα. Μὲ πάει - μοῦ ’ρχεται αἷμα. Χαλνᾷ τὸ αἷμα μου. Ποῦ νὰ κατουρήσῃς – νὰ ξεράσῃς αἷμα! (ἀρὰ) κοιν. Ποῦ νὰ φτύσῃ τὸ γαῖμα του! Σίφν. Ποῦ νὰ πκιˬῇ τὸ γαῖμαν του! Κύπρ. Αἷμα σ᾿ νὰ γίνεται! (ἐνν. τὸ ψωμί ποῦ σ' ἔθρεψα νὰ σοῦ γίνῃ αἷμα νοσηρὸν) Πόντ. Αἷμα δὲ βγάειζ ’ ἀπ᾿ ἀπάνου τ᾽ (ἐπὶ τῶν λίαν ὠχρῶν καἱ ἀδυνάτων) Ἤπ. Ἐκόπηκε τὸ αἷμα του (ἔπαθε λέπραν) Κρήτ. Ηὗρε με τὸ γαῖμαν (ἐπὶ ἡμιπληγίας) Κύπρ. || Παροιμ. φρ. Αἷμα ξερνᾶ καὶ λέει πῶς ἔφαγε κράνα (ἐπὶ τῶν δυστυχούντων καὶ προσποιουμένων εὐτυχίαν) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μεταφ. ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ μοχθεῖν: Ἔφτυσα αἷμα ὥσπου νὰ τὸν καταφέρω. Θὰ ξεράσῃ αἷμα γιˬὰ νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος. θὰ κατουρήσῃ αἷμα ὥσπου ν᾽ ἀναθρέψῃ τὰ παιδιˬά του κοιν. Ἔσταξε ἡ καρδιˬά του αἷμα Πελοπν. (Λακων.) Τὰ λεφτὰ τὰ βγάνω μὲ αἷμα Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ. Ἔδρωσα γαῖμαν Κύπρ. || ᾎσμ. Γαῖμα, μάννα, ἕχυνα τὴ νύχτα μοναέσσα Πόντ. (Κερασ.) || Ποίημ. Αἷμα ἵδρωσε τὸ δέρμα | κιˬ ὁ φονεˬάς της ἀνασαίνει ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,77 (ἔκδ. Μαρασλῆ). Ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης κράσεως ἢ ἐπὶ ψυχικῆς διαθέσεως: Τὸ μάγουλό του στάζει αἷμα (εἶναι αἱματώδης. εὔρωστος). Δὲν ἔχει αἶμα μέσα του (εἴναι ἀναιμικὸς καὶ μεταφ. εἴναι χαῦνος, νωθρός, ἀδιάφορος) κοιν. Δὲν ἔχει αἷμα (είναι δειλὸς) Ἤπ. Τὸ γαῖμαν του ἕν᾽ νερὸν (είναι ψυχρός, ἀνόργητος) Κύπρ. Τὸν τρώει τὸ αἷμα του (προκαλεῖ καθ᾿ ἑαυτοῦ μέγα τι κακὸν) Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάμ) κ.ἀ. Τὸν τρώει τὸ αἷμα του (προαισθάνεται μέγα τι κακὸν) Ζάκ. Κεφαλλ. Τὸ αἷμαν ἀτ’ ᾿κὶ πορπατεῖ (τὸ αἷμά του δὲν κυκλοφορεῖ, εἶναι ἄτονος) Πόντ. || Φρ. Κρύα αἵματα, παιδιˬά, κρύα αἵματα! (σύστασις πρὸς φιλονικοῦντας, νὰ εἶναι ψύχραιμοι) Πελοπν.(Ὀλυμπ.) Ἐπεὶ ψυχικῶν παθῶν (α) φόβου : ΄Εκόπηκε - ἕφυγε τὸ αἷμα μου (ἐφοβήθην πολύ). Μοῦ ’κοψες τὸ αἷμα (μὲ κατεπτόησες, μ᾽ ἐτρόμαξες) κοιν. Δὲν τοῦ ἔμεινε αἷμα μέσα του Κεφαλλ. κ.ἀ. Τὸν πῆγε αἶμα (κατελήφθη ὑπὸ τρόμου) Ἤπ. Τὸν πάει αἶμα Κρήτ. Τὸ γαῖμα μ᾽ ἔφυγεν Πόντ. (β) ᾿Οργῆς: Τὸ αἷμα ἀνάβει (ἡ χρῆσις καὶ μεταγν., πβ. Θεοκρ. Εἰδύλλ. 20,15 «...καὶ σοβαρὸν μ᾽ ἐγέλαξεν, ἐμοὶ δ’ ἄφαρ ἔζεσεν αἷμα»). Μὴ μοῦ ἀνάβῃς τὰ αἵματα! (μὴ μὲ ἐξοργίζῃς!) Τὸ αἷμα ἀνεβαίνει - ἔρχεται ’ς τὸ κεφάλι. Ἔβρασε τὸ αἷμα μου κοιν. Βούρκουσι - ἧψι - φούσκουσι τοὺ αἷμα μ᾿ Λέσβ. Τὸ αἷμα χουχλίζει (κοχλάζει) Πελοπν. (Μάν.) ᾿Εξίνισε τὸ αἷμα του Κρήτ. κ.ἀ. Ἀνακατωθήκανε τὰ αἵματά του Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. Αἷμα στάζει τοὺ σπαθί τ᾽ (εἶναι ὀργίλος, ἄγριος, αὐστηρὸς) Λέσβ. || Φρ. Ἔγινε ὅλος αἶμα κοιν. Βράζ’ τοὺ αἶμα τ᾿ σὰν τοῦ λαγοῦ τ᾿ ψόφιˬου (εἰρων.) Στερελλ. (Αἰτωλ) (γ) Ἐπὶ ἔριδος, διαπληκτισμοῦ κττ. : Πίνω – ρουφῶ - χύνω αἷμα. Κολυμπῶ - κυλε͜ιέμαι - πλέω - πνίγομαι ’ς τὸ αἶμα ἢ ᾿ς τὰ αἵματα (πβ. Εὐριπ. Ἠλέκτρ. 1172 «νεοφόνοισιν αἵμασι πεφυρμένοι»). Βάνω ᾿ς τὰ αἵματα (περιπλέκω τινὰ εἰς συμπλοκήν, εἰς ἔριδας). Μπαίνω ’ς τὰ αἵματα (περιπλέκομαι εἰς ἔριδας) κοιν. Στάζει αἷμα (ἐπὶ τοῦ αἰμοχαροῦς) πολλαχ. Κολυμπῶ - λούσκομαι ᾿ς σὰ αἵματα Πόντ. Τὸ αἷμα δὲν ἀφίνει νὰ φύγῃ (κρατεῖ τὸν φονέα ἐν τῷ τόπῳ τοῦ φόνου) Πελοπν. (Καλάμ.) Τὸν ἐσκότισε τὸ αἶμα (τὸν ἔφερεν εἰς συσκότισιν φρενῶν τὸ ὑπ’ αὐτοῦ χυθὲν αἷμα) Κεφαλλ. κ.ἀ. || Φρ. Ἡ πέννα του στάζει αἷμα (ἐπὶ ἀνθρώπου γράφοντος μετὰ δριμύτητος καὶ κατακρίνοντος τοὺς ἄλλους ἢ καὶ τοῦ καλῶς γράφοντος) σύνηθ. (δ) Ἐπὶ ἐκδικήσεως: Παίρνω τὸ αἵμα μου ’πίσω (ἐκδικοῦμαι. Ἀπὸ τοῦ παλαιοτάτου ἐθίμου τῆς ἐκδικήσεως, τῆς τιμωρίας τοῦ φόνου διὰ φόνου τοῦ φονέως ἢ συγγενοῦς αὐτοῦ. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,352). Φωνάζει τὸ αἷμα σύνηθ. Φωνάζει τὸ αἷμα τοῦ σκοτωμένου (ζητεῖ ἐκδίκησιν) Κεφαλλ. (πβ. Αἰσχύλ. Χοηφ. 400 κἐξ. «ἀλλὰ νόμος μὲν φονίας σταγόνας | χυμένας ἐς πέδον ἄλλο προσαιτεῖν | αἴμα. βοᾷ γὰρ λοιγὸν Ἐρινύς»). Ζητῶ τὸ αἶμα (ἐκδίκησιν) Ἤπ. Χρωστᾷ τὸ αἷμα (ἐπὶ τοῦ φονέως ἢ συγγενοῦς αὐτοῦ ὑποκειμένου εἰς ἐκδίκησιν ὑπὸ τῶν συγγενῶν τοῦ φονευθέντος) Μάν. Ἐπὶ παντὸς πολυτίμου, πλείστου ἀξίου πράγματος (διότι τὸ αἶμα εἰναί τι, ἄνευ τοῦ ὁποίου ἀδύνατος ἡ ζωή, ἐντεῦθεν πολυτιμότατον τῷ ἀνθρώπῳ): Δίνω τὸ αἷμα μου. Δίνω τὸ αἷμα τῆς καρδιˬᾶς μου. Μοῦ παίρνει – πίνει - ρουφᾷ τὸ αἶμα (μοῦ ἀφαιρεῖ, ὅ,τι πολυτιμότατον ἔχω) κοιν. (πβ. Σοφοκλ. Ἠλέκτρ 785 κἑξ. «ξύνοικος ἦν μοι, τοὐμὸν ἐκπίνουσ’ ἀεὶ | ψυχῆς ἄκρατον αἷμα»). Δίδω τὸ αἷμα τσῆ ψυχῆς μου Ζάκ. Ἕναν ἔν’ καὶ γαῖμαν ἔν᾿ (ἐπὶ πράγματος μοναδικοῦ καὶ πολυτίμου) Τραπ. κ. ἀ. Μὴ νομίσῃς... πῶς σὲ γέλασα, νὰ τὰ χρήματα, δῶσ᾿ μου τὸ αἷμα μου (τὴν οἰκίαν καὶ τὴν ἄμπελόν μου) Κπαλαμ. Τρισεύγ. 36. 2) Πληθ., ἡ ἔμμηνος ροὴ τῶν γυναικῶν, τὰ ἔμμηνα κοιν.: Ἔχει - τῆς ἦλθαν τὰ αἵματά της. Εἶναι ᾽ς τὰ αἵματά της κοιν. 3) Φόνος Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ.: Τρία γαίματα ἐποίκα (ἔκαμα) Πόντ. Θὰ μᾶς σκοτώσῃ ᾽ς ἕνα αἷμα καὶ τοὺς δυˬὸ Καλάβρυτ. || ᾎσμ. Ἑξήντα δράκους ἔκαψα ἀπάνω 'ς ἕνα αἶμα Τζουμέρκ. (πβ. Αἰσχύλ. Χοηφ. 520 κἑξ. «τὰ πάντα γάρ τις ἐκχέας ἀνθ’ αἵματος ἑνός, μάτην ὁ μόχθος» καὶ Εὐριπ. ᾿Ορέστ 284 κἑξ. «σὺ μὲν γὰρ ᾖνεσας τάδ᾽, εἴργασται δ’ ἐμοὶ | μητρῷον αἷμα»). 4) Γένος, συγγένεια (τὸ αἷμα κατὰ τὴν λαῖκὴν ἀντίληψιν μεταδίδεται σταθερῶς ἀπὸ τῶν γονέων εἰς τὰ τέκνα καὶ ἀνήκει εἰς αὐτοὺς ὡς κτῆμα, ἐντεῦθεν παραμένει ἀναλλοίωτον εἰς τὰ μέλη γένους τινὸς ἢ φυλῆς καὶ διαφέρει τοῦ αἵματος τῶν μελῶν ἄλλου γένους ἢ ἄλλης φυλῆς) κοιν.: Βασιλικὸ -γαλάζιˬο - εὐγενικὸ - καθάρε͜ιο αἷμα. Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ βασιλικὸ αἶμα. Εἴμαστε ἕνα αἶμα. Αὐτὸς εἶναι αἷμα μου (συγγενής μου) κοιν. Ἄλικο αἷμα Πελοπν. (Μεσσ.) Ξανθὸ αἶμα Λευκ. Κρεμέζο αἶμα (εὐγενές, ἐπιφανὲς γένος) Καλάμ. Αἵματα ἀνακατωμένα (οἰκογένειαι, ἐν αἷς ἐγένοντο ἐπιγαμίαι μεταξὺ συγγενῶν παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας ἢ παρὰ τοὺς νόμους τῆς πολιτείας) Κεφαλλ. κ.ἀ.: Εἶναι ᾿ς τὸ αἷμα μας (συγγενὴς ἡμῶν) Κεφαλλ. Ἀσ᾿ σὸ αἷμαν ἐμουν ἕν᾿ (ἐκ τοῦ ἡμετέρου γένους κατάγεται) Κερας. Ἀπὸ ψηλὴ γενεˬὰ κιˬ ἀπὸ καθάρε͜ιο αἷμα Κρήτ. κ.ἀ. || Φρ. Τὸ αἷμα τραυᾷ (ἡ συγγένεια ἕλκει, γεννᾷ φίλτρον) κοιν. Ἀπὸ αἶμα εἷναι (κατάγεται ἐξ ἐπιφανοῦς γένους) σύνηθ. (πβ. Ὁμ. Ζ 211 «ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι»). Αἷμα ψηλὸ (ἐπιτήδειος τεχνιτης) Λέσβ. 5) Ὑπὸ τὸν τύπ. αἷμα τοῦ Χριστοῦ Σύμ. καὶ αἷμα τ᾿ Χ’στοῦ Ἤπ. (Ζαγόρ.) φυτὰ α) Κνῆκος ἡ ἱεράκανθα (cnicus benedicta) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae). β) Κενταύρioν τὸ λευκόκαυλον (centaurea leucaulus) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae). Πβ. ἀκάτθιν τοῦ Χριστοῦ (ἐν λ. ἀγκάθι 1 ζ, σταυραγκάθι). 6) Ὑπὸ τὸν τύπ. αἷμα τοῦ δράκου Ἀθῆν. αἷμα τῶν ἐννεˬὰ ἀδερφιˬῶν Πελοπν. (Μεσσ.) αἷμα τῶν ἑφτὰ ἀδελφῶν Ἤπ. Θεσσ. Σύμ. καὶ παρὰ Σομ. αἷμα τῶν δύο ἀδερφιˬῶν, τὸ αἷμα δράκοντος (sanguis draconis), φάρμακον ἐμπειρικόν, ὅπερ ἀναμειγνυόμενον μετ’ ἄλλων τονωτικῶν φαρμάκων εἰς τὰ λεγόμενα μαντζούνιˬα χρησιμοποιεῖται ὡς τονωτικὸν τοῦ αἵματος ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA