αἰμασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰμασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αἰμασιˬὰ ἡ, πολλαχ. αἱμαὰ Ἄνδρ. Τῆλ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἱμασιά.

Σημασιολογία

1) Τοιχίον ἢ ἀντηρὶς συγκρατοῦσα τὸ φυτικὸν χῶμα κατωφεροῦς ἐδάφους ἔνθ’ ἀν. Συνών. πεζούλλα. 2) Συνεκδ. ἡ ἐπίπεδος κατὰ τὰς κλιτῦς ἐπιφάνεια ἡ διὰ τῆς ἀντηρίδος ἐπιτυγχανομένη ἔνθ’ ἀν. Συνών. λακκούλλα, πεζούλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/