ἀγριάγκαθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριάγκαθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριάγκαθο τό, κοιν. ἀgρόκαθ-θο Καλαβρ. ἀgρόκαθο Καλαβρ. κ.ἀ. ἀγρόκατο Καλαβρ. ἀγράχαντον Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ἀγκάθι.
Σημασιολογία
1)Ζιζάνια τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν ἀγκαθιῶν τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) α)Νωτόβασις ἡ Συριακὴ (notobasis Syriaca) ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀνάλατος, γαϊδουράγκαθο, γομαράγκαθο, κουφάγκαθο. β)Κίρσιον ἡ ἄκορνα (cirsium acarna ἢ picnomon acarna), ἡ τοῦ Θεοφρ.. ἄκορνα καὶ ἡ τοῦ Διοσκορ. (3,12) ἄκανθα ἡ λευκὴ ἔνθ᾿ ἀν. Ἰδ. ΘΧελδράιχ. 51 καὶ ΠΓεννάδ. 509. Συνών. ἀσπράγκαθο, ἄσπρη ἀγκάθα (ἰδ. ἀγκάθα), κουκκουτσάγκαθο, σεϊτάγκαθο. 2)Εἶδος μεγάλης ἀκάνθης αὐτοφυοῦς, πιθανῶς ἄκανθος ὁ ἀκανθώδης (acantus spinosus), ἡ τοῦ Διοσκορ. ἄκανθα ἀγρία ἀγν. τόπ. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA