γαμπᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαμπᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαμπᾶς ὁ, ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 662 γαbᾶς Ζάκ. Κεφαλ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. κ.ἀ. καμπᾶς ’Ικαρ. γιαμπᾶς Πελοπν. (Μεγαλόπ.) ᾿αβᾶς Νάξ. (Βόθρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βενετ. gaban. Πβ. καἱ ᾿Ιταλ. gabano.
Σημασιολογία
᾿Επανωφόριον ἀπὸ χονδρὸν μάλλινον ὕφασμα οὐχὶ καλῶς κατειργασμένον ἔνθ' ἀν.: Παίρνω τὸ γιˬαμπᾶ μου καὶ πάω καλε͜ιά μου Μεγαλόπ. || Φρ. Τοῦ μάζωξαν τὸ γαbᾶ (ἐπὶ αὐθάδους περιοριζομένου ὑπὸ ἰσχυροτέρου) Ζάκ. ᾿Εκώστισε ὁ γαbᾶς γιˬὰ φίνο ράσο (ἐπὶ πράγματος στοιχίζοντος περισσότερον τοῦ δέοντος) Ζάκ. Ἔχει ψεῖρες ὁ γαμπᾶς του (ἐπὶ τοῦ κακοπαθοῦντος ἕνεκα τῆς ἰδίας ἀνοίας) ΝΠολίτ. ἔνθ' ἀν. || Γνωμ. Ὅdεν εἶν᾿ εὐγιˬά, βάστα τό γαbᾶ σου, κιˬ ὅdε βρέχῃ, 'ξά σου (ὅτι πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς πάντοτε προνοητικός. εὐγιˬά=εὐδία, ’ξά=ἐξουσία) Κρήτ. || ᾌσμ. Ἄχι τὸ κακορρίζικο, χωρὶς γαbᾶ καὶ ράσο καὶ χωρὶς ἀγαπητικὸ πῶς θά ξεχειμωνιˬάσω; Κρήτ. ᾽Απο’ψε μ᾿ ἐσυρρίγησε τσ᾿ ἀγάπης ἡ κρυγιˬότη, μουδέ γαbᾶς μ᾿ ἐζέστανε μουδὲ ἡ παντέρμη νεˬότη αὐτόθ. Συνών. ἀμπᾶς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA