ἀρκουδοσκισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκουδοσκισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρκουδοσκισμένος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρκούδα καὶ τοῦ σκισμένος μετοχ. τοῦ ρ. σκίζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ὃν εἴθε νὰ σπαράξῃ ἄρκτος, ἐπὶ ζῴου: Μωρ’ τ᾿ ἀρκουδοσκισμένο, μοῦ ’φαγε ὅλα τὰ βλαστάρια! Πβ. λυκοφαγωμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA