ἀποπαίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπαίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπαίζω πολλαχ. ᾿ποπαίζω Κρήτ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. παίζω.

Σημασιολογία

Παύω νὰ παίζω, τελειώνω τὸ παίξιμο ἔνθ’ ἀν.: Ὅσο νὰ ἀποπαίξωμε μᾶς πῆρε ἡ νύχτα πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/