ἀκουμπέτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουμπέτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκουμπέτι ἐπίρρ. πολλαχ ἀκουμπέτ’ Ἤπ. ἀκουbέτ’ Ἴμβρ. ἀκ’μπέτ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀκ-κιπέτ-τι Κύπρ. ἀgαμπέτ᾽ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀχ’μπέτ’ Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾽Αραβοτουρκ. akibet.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ τέλους, τέλος πάντων Ἤπ. Θράκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Οἰν. κ. ἀ.) Νάξ.κ. ἀ. : Συλλοΐστηκε, συλλοΐστηκε και᾽ ἀκουμπέτ’ βρῆκε τὸν τρόπο νὰ τὸν κάμῃ δικό του Ἤπ. ᾿Ακουbέτ’ μὲ γέλασε; Ἴμβρ. ᾿Ακουμπέτι ἔβρεξε Οἰν. 2) ᾿Εν τούτοις, παρὰ ταῦτα Κύπρ Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ): ᾿Εγὼ εἶπα νὰ μὴν τὸ κάνῃς κ᾽ ἐσὺ ἀκουμπέτι πῆγες καὶ τό ᾿κανες Καλάβρυτ. Τό ᾽λεγε καί ἀκουμπέτι τό ᾿κανε ᾿Ανδρίτσ. Ἔκαμες ἀκ-κιπέτ-τι τεῖνον ποῦ ’θελες Κύπρ. Τοὺν βάρισι ἀκ'μπέτ’ Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA