γκλαγκλανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκλαγκλανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκλαγκλανίζω ἐνιαχ. γκλαγκλανίζου Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) - Δ. Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 77.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μορίου γκλάν.

Σημασιολογία

Κάμνω τι νὰ ἠχήση, ἐπὶ κώδωνος ἔνθ᾽ ἀν.: Κρεμοῦν τὸ γλωσσίδι (στα κουδούνια), τὰ γκλαγκλανίζουν νὰ δοκιμάσουν τὸν ἠχό τους Δ. Λουκόπ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γκλιγκλίζω, γκριγκανίζω, κουδουνίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/