ἀκούμπωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκούμπωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκούμπωτος ἐπίθ. ἀκόμπωτος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) -Λεξ. Λάουνδ. ἀκόbωτος Κρήτ. ἀκόμπουτος Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀκόμπουτους Θράκ. ἀκούμπωτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀκούbωτος πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κουμπωτός<κουμπώνω. Ἡ λ. καὶ παρά Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων κόμβους Ἤπ. -Λεξ. Λάουνδ. : Τριχιˬὰ ἀκούμπωτη ᾿΄Ηπ. ΙΙ) Ὁ μὴ κομβωθείς, ὁ μὴ θηλυκωθείς, ἐπὶ ἐνδύματος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) : Γιλέκο-σακκάκι ἀκούμπωτο σύνηθ. ᾿Ακούμπωτον καμίσ’ Τραπ. β) Συνεκδ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ μὴ ἔχων τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ θηλυκωμένον Βιθυν. Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ἀκούμπιˬαστος 2, ξεκούμπωτος. γ)᾽Ακατάστατος Βιθυν. δ) Ὁ μὴ ἀπατηθεὶς Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA