ἀκούπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκούπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκούπιστος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ) ἀκούπιγος Πόντ.(Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κουπιστὸς<κουπίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ στραφεὶς ἀντιστρόφως μὲ τὸ στόμιον πρὸς τὰ κάτω, ὁ μὴ ἀνεστραμμένος, ἐπὶ ἀγγείων. καὶ σκευῶν ἐν γένει ἔνθ' ἀν. : ᾿Ακούπιστον σκαφίδ’ Χαλδ. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ μὴ πεσὼν πρηνὴς Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ.): Οὕλ’ ἐκουπίγαν καὶ εἶνας ἐπέμ’νεν ἀκούπιγος Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA