ἀκούρδιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκούρδιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκούρδιστος ἐπίθ. κοιν. ἀκούρδιγος Πελοπν. (Αἴγ.Κορινθ.) ἀκούρdιστος σύνηθ. ἀκούρτιστος Κύπρ. ἀκόρδιστος Λεξ. Περίδ. Βυζ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κουρδιστὸς<κουρδίζω, παρ' ὃ καὶ κορδίζω. Ὁ τύπ. ἀκόρδιστος καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ὀργάνου μουσικοῦ, ὁ μὴ κουρδισμένος, ὁ μὴ ἔχων ἐντεταμένας τὰς χορδὰς καὶ ἐπὶ ὡρολογίου, ὁ μὴ ἔχων τὸ ἐλατήριον ἐντεταμένον κοιν. : Βιˬολὶ - πιˬάνο – ρολόι ἀκούρδιστο κοιν. Συνών. ἀκόρδευτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/