ἀκούρευτος (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκούρευτος (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκούρευτος ἐπίθ. (Ι) κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀκούριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀκούιφτους Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀκούρευτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κουρευθείς, ὁ μὴ κεκαρμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : ᾽Ακούρευτο κεφάλι-μουστάκι. Ἀκούρευτα μαλλιˬὰ -πρόβατα κοιν. Παιδὶ ἀκούρευτο Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.) || Ἆσμ. Τῆς Πηνελιˬῶς τὰ πρόβατα ᾽ς τοὺν ἥλιˬου τὰ καῃˬμένα, ἀνάρμιχτα κιˬ ἀκούριφτα ᾽ς τοὺν κάμπου τά καῃˬμένα ᾽Ακαρναν. 2) Ὁ μὴ ἔχων ἀφῃˬρημένον τὸν φλοιὸν Πόντ.(Ὄφ. κ.ἀ.): Ἀκούρευτον ἀπίδ’. Συνών. ἀκαθάριστος ἀξεφλούδιστος. 3) Ὁ μὴ τρυγηθείς, ἐπὶ κυψέλης Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τό ᾿χου ἀκόμα ἀκούριφτου τοὺ μιλίσσ’ Αἰτωλ. 4) Ὁ μὴ ἐλθὼν εἰς γάμου κοινωνίαν, ἄγαμος (ἐκ τοῦ ἐθίμου τῆς κουρᾶς τοῦ γαμβροῦ κατὰ τὸν γάμον) Μακεδ. (Βογατσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA