ἀκούρνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκούρνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκούρνιˬαστος ἐπίθ. Σῦρ (Ἑρμούπ.) κ. ἀ. ἀκούρνιˬαστους Στερελλ. ἀκούρνιˬαγος Πελοπν. (Κορινθ. Ξυλόκ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουρνιˬαστὸς<κουρνιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ μεταβάς εἰς τὴν κοίτην ὁ μὴ κοιτασθείς, ἐπί ὀρνίθων ἔνθ’ ἀν.: Οἱ κόττες εἶν᾿ ἀκούρνιˬαστες Κορινθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/