ἀκουρούπωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουρούπωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκουρούπωτος ἐπίθ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κουρουπωτὸς<κουρουπώνω.
Σημασιολογία
Ι) Ὁ ἔχων ἀκάλυπτον τὴν κεφαλὴν : Δὶ bορῶ νὰ πάω ὄξου ἀκουρούπωτη. ΙΙ) Ὁ μὴ κλαδευθείς, ἐπὶ δένδρου ἐλαίας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA