ἀκούρσευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκούρσευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκούρσευτος ἐπίθ. Λεξ. Γαζ. (λ. ἄσυλος ) Λάουνδ. Βυζ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καί τοῦ ἐπιθ. *κουρσευτός<κουρσεύω. Ἡ λ. καί παρά Βλάχ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑποστὰς λεηλασίαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA