ἀκουστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκουστὴς ὁ, Πόντ. (Κερασ.)
Χρονολόγηση
Αρχαία
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀκουστής.
Σημασιολογία
Εἰδήμων, γνώστης ἐξ ἀκοῆς: ᾿Ακουστής εἶμαι. Συνών. ἀκουγιˬάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA