ἀκουστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκουστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκουστὸς ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ.Χαλδ.) ἀκ’στός Κυδων. Τῆν ἀικ’στός Ἤπ. ᾿κουστός Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκουστός.

Σημασιολογία

1) Ὁ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ Κρήτ : Ἡ φωνή του εἶναι ἀκουστή. 2) Ὁ ἐξ ἀκοῆς ἐγνωσμένος πολλαχ. καὶ Πόντ.(Ὄφ. Σάντ. Χαλδ.) : ᾿Ακουστὸ τό ’χω Κρήτ. ᾿Εν τόν ἠξέρω, ἀμ-μὰ ἔχω τον ἀκουστὸν Κύπρ. Τό ’χω ἀκουστὰ ἀπ’ τ᾿ς παλαιοὶ ἀνθρώπ’ Τῆν. ᾽Ακουστὸν ἔχ᾽ ἀτο Χαλδ. ᾽Ατὸ τὸ λόγο ἀκουστὸ ἔχ᾽ ἀ ᾿΄Οφ. Συνών. ἀγροικητός. Πβ. ἀπακουστός. 3) ᾿Ενδοξος, περίφημος, περιώνυμος πολλαχ. :᾽Ακουστὸς εἶναι ὁ δεῖνα Τῆν. || Ἆσμ. Κινᾷ ἡ Ἡλιˬογέννητη ᾽ς τοῦ Χαντζερῆ νὰ πάγῃ, ᾿ς τὸν πύργο του τὸν ἀιˬκουστό, μέσ᾽ ’ς τ᾽ Ἀιδονᾶ τὸ κάστρο Ἤπ Συνών. ξακουστός. 4) Τὸ δηλ. ᾽κουστὴ οὐσ., μνεία, λόγος Πελοπν. (Λακων.) : Φρ. Κρατοῦν τὴν ᾿κουστὴ τοῦ δεῖνα (ἔχουν τὴν μνείαν, λέγουν περὶ αὐτοῦ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/