ἀκούτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκούτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκούτης ὁ, Ζακ Πελοπν. (Βούρβουρ) ἀκούτη ἡ, Πελοπν. (’Αρκαδ. Λάστ. Μεσσήν. ᾿Ολυμπ.)
Ετυμολογία
’Αγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Ὁ αὐχήν, τὸ κατ᾿ ἰνίον ὀστοῦν Ζάκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. κούτικας κούτρουφας. 2) Τὸ ὄπισθεν, τὸ ἀμβλὺ μέρος τεμνόντων ὀργάνων, μαχαίρας, πελέκεως κττ. Ζάκ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Λάστ Μεσσήν. ᾿Ολυμπ.) : Τὸν βάρεσε μὲ τὴν ἀκούτη ᾿Αρκαδ. Αὐτὸ τὸ μαχαίρι τ’ ἀκονίζω καὶ μένει ἀκούτη Μεσσήν. || Φρ. Τὸ σπαθὶ κόψε κόψε ἔγινε ἀκούτη (παρῆλθεν ἡ δύναμις ἢ ἐποχὴ τινος) Λάστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA