ἀκουτσούλιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκουτσούλιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκουτσούλιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκ’τσούλιˬαστους Μακεδ. ἀκοτσίλιˬαστος Πελοπν. (Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουτσουλιˬαστός<κουτσουλιˬάζω. παρ’ ὅ καί κοτσιλιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ μολυνθεὶς ὑπὸ κόπρου πτηνῶν, ὑπὸ κουτσουλιᾶς. Συνών. ἀκουτσούλιστος, ἀντίθ. κουτσουλιˬασμένος (ἰδ. κουτσουλιˬάζω). 2) Μεταφ. ἄσπιλος, ἁγνός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/