ἀκούω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκούω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκούω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀκούου βόρ ἰδιώμ. ἀκούγω Θρᾴκ. Καππ. Κρήτ. Πόντ.(Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Τῆν. Χίος κ.ἀ. ἀκούγου Κυδων. Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Σισάν. Χαλκιδ. κ. ἀ.) ἀκούgου Καλαβρ. (Καρδ.) ἀιˬκούω Στερελλ. (Φθιῶτ.) ἀιˬκούου Στερελλ.(Αἰτωλ.) ἀιˬκῶ Λέσβ. Στερελλ (Αἰτωλ.) ἀιˬκοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀικῶ Ζάκ. Ἰων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Πελοπν.(᾿Αρκαδ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Κυνουρ.Λάστ.) ἐκούω Πελοπν. (Τριφυλ.) ᾽κούω ᾿Απουλ. ᾿'Ηπ. Ἰων. (Κρήν) Καλαβρ. (Μπόβ) Καππ. (Φάρασ) Σίφν. Σύμ. Τῆλ.κ. ἀ. ᾿κούου Καππ. ᾽κοὐγω Ἤπ. Θράκ. (Σαρεκκλ.) Καππ. (Φάρασ.)’κούγου Θράκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Σνίχ.) ’κούν-νω Καλαβρ. (Μπόβ) ἐκούν-νω Καλαβρ. (Μπόβ) γιουκούγω Καππ. (Σίλ.) Παθ. ἀκουκεύομαι Πόντ. (Κερας. Ὄφ. Τραπ.) ἀκουκεύομαι Πόντ. (Κοτύωρ) ἀκουκίγουμαι Πόντ. ἀκουστίομαι Πόντ. (Οἰν. κ. ἀ.) ἀκουστίγουμαι Πόντ. (Κερασ. κ. ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀκούω. Τὸ ἀκούγω καὶ ἐν Θησ.γάμ. Τὸ ἀιˬκῶ ἐκ τοῦ ἀορ ἄικουσα, ἐν ᾧ ἀνάπτυξις τοῦ ἡμιφώνου ι. Πβ. ’ΑνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 24. Τὸ ἀκουστίομαι κατ᾽ἐπίδρασιν τοῦ παθ. ἀορ. ἐκούστα, τὸ δὲ ἀκουσκοῦμαι καὶ ἀκουκεύομαι ὁμοίως τύπ.ἀναλογικοί.
Σημασιολογία
Α) ᾿Ενεργ. 1) Αἰσθάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι διὰ τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ἀκοῆς κοιν. καὶ ᾿Απουλ. Καλαβρ.(Μπόβ.) Καππ. (Σίλ. Σινασσ. Φάρασ. κ. ἀ.) Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Σάντ. Τραπ Χαλδ. κ ἀ.) (α) ᾽Ακούω ἀπολύτως: Ἀκούω καλὰ. Δὲν ἀκούει τίποτε (εἶναι ἐντελῶς κωφὸς). Σοῦ μιλῶ-σοῦ φωνάζω τόσην ὥρα καὶ δὲν ἀκούς! κοιν. || Φρ. ᾿Εγὼ λέγω κ’ ἐγὼ ἀκούω (ἐπὶ τῶν δυσηκόων ἢ τῶν μὴ θελόντων νὰ ἀκούσουν τὰ λεγόμεν ὑφ᾽ ἡμῶν) σύνηθ. Ἀκούει σὰ λύκους ! (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ὀξεῖαν τὴν ἀκοὴν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Παροιμ. Μαζὶ μιλοῦμε καὶ χώριˬ’ ἀκούμε (ἐπὶ τῶν προσποιουμένων ὅτι δὲν ἀκούουν τὰ λεγόμενα καὶ ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων νὰ συνεννοηθοῦν πρὸς ἀλλήλους) σύνηθ. Ὅπκο͜ιος δὲν ἀκούει ταιρκάζει τα (ἐπὶ δυσηκόου, ὅστις συμπληρώνει κατὰ βούλησιν τὰ μὴ καλῶς ἀκουσθέντα) Κύπρ. (β) Μετ᾿ ἀντικ. ἐκφερομένου συνηθέστερον μὲν κατ᾽ αἰτιαι., σπανιώτερον δὲ κατὰ γενικ παριστῶσαν τὸν λέγοντά τι ἢ ποιοῦνταἦχον προσιτὸν εἰς τὸ οὖς τοῦ ἀνθρώπου : Ἀκούω τόν τραγουδιστὴ-τόν ψάλτη-τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς κττ. κοιν.’Κούω τὸν ἄνεμο π᾿ ἀχάει Ἤπ. Ὡς ᾿κούσω παιδιˬοῦ νὰ κλαίῃ ταράσσομαι Σίφν. Τῆς ἄκουα κ᾽ ἔλεγε Νάξ. Ἤκουσα τ᾿ ἀφέντη μου πῶς τὸ πῆρε ’ς τὰ ποδάριˬα του τὸ παιδί Κίμωλ.|| Φρ. Ποῦ νὰ μὴν ἀκούσῃς τὸν παππᾶ ποὺ θά ’ρθη νὰ σὲ πάρῃ ! (ἀρὰ πρὸς τὸν μὴ ἀκούοντα τὴν φωνήν τινος) Ζάκ.Δὲν τ᾽ν ἄικ’σι (ἐνν. τὴν φωνὴν κττ. Ἐπὶ τοῦ ὑποκύπτοντος ἀκαριαίως εἰς βίαιον θάνατον) Αἰτωλ. Δὲν θ᾽ ἀκούσῃ τόν κοῦκο (ἐπὶ ζῴου, τὸ ὁποῖον ἕνεκα τοῦ χειμῶνος καὶ τῆς ἐλλείψεως τροφῆς κινδυνεύει ν’ ἀποθάνῃ πρὸ τοῦ᾽Απριλίου) Βιθυν. || Παροιμ. Ἄκουε πάντα καὶ τσοὶ δυˬὸ καμπάνες (δὲν πρέπει νὰ δικάζωμεν πρὶν ἀκούσωμεν ἀμφοτέρων τῶν διαδίκων τοὺς λόγους. Πβ. ἀρχ. Ἡσιόδ. ἀποσπ. 271 (ἔκδ. Rzach2) «μηδὲ δίκην δικάσῃˬς πρὶν ἂν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃˬς.) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Ἀκούς τὴ σουρμιˬὰ καὶ ρωτᾷς γιˬὰ τὸ φίδι ; (ἐπὶ προδήλου πράγματος) Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) || Ἆσμ. ’Κούω πουλλιˬὰ καὶ κιλαδοῦν καἰ σκέφτουμαι τί λένε Κρήν. Κιˬ ἀκῶ τὰ πεῦκα νὰ βροντοῦν καὶ τὲς ὀξυˬὲς νὰ τρίζουν Καλάβρυτ. ’Κούει τῆς πέτρας καὶ βροντᾷ, τὸ μνῆμα καὶ βουΐζει Τῆλ. Ἄκου τ᾿ ἀνέμου τί λαλεῖ κὶ τοῦ βορεˬᾶ τί λέει Μακεδ. (γ) Μετ᾿ αἰτιατ. παριστώσης αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀκουόμενον εἴτε λόγος εἶναι εἴτε ἦχος: Ἄκουσα φωνὲς ἀπέξω. Ἄκουσα κρότο καὶ ’βγῆκα νὰ ’δῶ τί γίνεται. Ἄκούω χτύπο ᾽ς τὴν πόρτα κοιν. ᾿Εκούσαμε μιˬὰ φωνὴ ἀπὸ τὸ πηάδι τό στοιχε͜ιωμένο Κίμωλ. Σὶ νιˬὰ στιγμὴ ἀιˬκούει τοὺ βρόντου ἀπόξου Αἰτωλ. Ἔκουσα ἕνα λαλία Ὄφ. Ἡ λαλία του ἴσαμ’ ἀδὰ ᾿κ᾽ ἀκουσκᾶται Κερασ. Οἰν. || Φρ. Ἄκουσα λόγιˬα! (ἐπιπλήξεις, ὕβρεις κττ.) Ἀκούς λόγια ποῦ μοῦ λέγει ! Ἀκούς ἐκεῖ λόγια! Καὶ κατὰ παράλειψιν τοῦ ἀντικ. :᾿Ακούς ἐκεῖ ! (ἐπὶ σφοδρᾶς ἀγανακτήσεως ἢ ἐκπλήξεως). Ἄκου ᾿κεῖ ! Ἄκου τοῦ λόγου του ! Ἄκου ἐκεῖ προστυχιˬά! (ἀπρεπεῖς λόγους) κοιν. Κατὰ παράλειψιν δὲ ἄλλων ἀντικ. τὸ ἀκούς ἢ ἀκούς ἐκεῖ λέγεται πρὸς δήλωσιν διαφόρων συναισθημάτων: Μοῦ κάνεις τὴ χάρι νὰ μοῦ δώσῃς λίγο νερό ; - Ἀκούς ! ἢ ἀκούς ἐκεῖ! (ἐνν. λόγια, παράκλησιν κττ., ἤτοι μετὰ πάσης χαρᾶς, δὲν ἦτο ἀνάγκη τοιούτων παρακλήσεων) σύνηθ. Νὰ εἶναι γιˬορτὴ σου, ἀκούς, καὶ νά μὴ τὸ ξέρω, ἀκούς ! (ἀκούς παράλειψιν!) Θρᾴκ. (Καλαμίτσ. Στέρν.) Κἄπο͜ιου πουντί’ εἶν’ 'δῶ μέσα-Ἀιˬκούς εἶνι ! (βεβαίως εἶναι!) Ἄκου ! (ἐπιφών. θαυμασμοῦ) Λέσβ.|| Γνωμ. Ἄκουε πολλὰ καὶ λάλει λίγα (πβ. ἀρχ. Frag. Philos Graec. 1215 (ἔκδ. Mullach) «ἄκουε πολλά, λάλει ὀλίγα») Πελοπν. (Ἦλ.) κ. ἀ. Ὅσα σοῦ λένε ἄκουε κιˬ ὅσο σοῦ βγαίνει κάνε (ἄκουε μὲν τὰς γνώμας πάντων. ἀλλὰ πρᾶττε ὅ,τι σὺ κρίνεις συμφερώτερον. Πβ. καὶ Μενάνδρ. Μονόστ. 566 (ἔκδ Meineke 4,356) «ἄκουε πάντων, ἐκλέγου δ᾽ ἃ συμφέρει») Πελοπν. (Γορτυν. Ἦλ.) κ.ἀ. Ἄκου χτύπους ’ς τὰ Χανιˬά,| ἄκου τσοι κ᾿ ἐπά κοdὰ (ὀφείλομεν νὰ συμπάσχωμεν κατὰ τὰς ἀτυχίας τῶν ἄλλων) Κρήτ. (Ρέθυμν) Κούν-νει ὅλω τῶ λυκῶ τὲς φωνὲς (ἀκούει τὰς γνώμας πάντων) Καλαβρ. (Μπόβ.) ‖ Ἆσμ. Δὲ βγαίνεις ὄξω νὰ σὲ ’δῶ, τὶ ἐγὼ μέσα δὲ μπαίνω, μόν’ τὴ φωνίτσα σου ἀκῶ καὶ ὄξω παραδέρνω Πελοπν (Λάστ.) (δ) Κατὰ γενικ. προσώπου καὶ αἰτιατ. πράγματος: Τ᾿ ἀκούω πολλωνῶ Κίμωλ. (ε) Μετὰ προτ. εἰσαγομένης διὰ τοῦ νὰ ἢ τοῦ ποῦ ἢ προτ. πλαγίας ἐρωτηματικῆς.: ᾿Ἄκουσα νὰ τὸ λές αὐτὸ τὸ πρᾶμα. ᾿Ἄκουσα ποῦ ἔλεγες αὐτὸ κι αὐτό. ᾽Ακούς τί σοῦ λέγω; Ἄκου τί’ σοῦ λέγει! Νὰ τὸν ἀκούσῃς τί λέγει, θὰ τὸν σιχαθῇς. Θέλω νὰ μ’ ἀκούσῃς ὅ,τι θὰ σοῦ πῶ κοιν. Ἄκου, εἶντα μ’ ποῦ λαλεῖ! Κύπρ. || Ἄσμ. Βρέ, γιˬ’ ἄκου, γιˬ ἄκου λυγερή, εἶντα χαρτὶ σοῦ στέλλει Χίος Ἄκου, τυρά, τὴν Ροδαφνοῦ, εἶντα χαρτὶν σοῦ στέλ-λει Κύπρ. 2) Αἰσθάνομαι, ἐννοῶ ᾿Απουλ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καππ. (Σίλ) Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. κ. ἀ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργ. 2,131: Ἄκούω σουγλεˬὲς ’ς τὸ δεξὶ μέρος Σαρεκκλ. Δὲν ἀκούω πόνο Κρήτ. Εὐθὺς ἀκούει μιˬὰ σουβλεˬὰ δυνατὴ μέσα ’ς τὰ κόκκαλά του αὐτόθ. Καθὼς ’gίζουνε τὰ δάχτυλά μου ᾿ς τὸ μάρμαρο ἀκούω πολὺ κρύο Κεφαλλ. Καθὼς καταπίνω ἀκούω μιˬὰ στυφάδα αὐτόθ. Ἄκουσε τὸ αἷμα ν᾽ ἀναβαίνῃ ᾽ς τὸ κεφάλι Κέρκ. || Ποίημ. Νὰ βλέπωμε τὸ δάκρυ σου κ’ ἐμεῖς ’ς τὰ βλέφαρά σου καὶ νὰ τ’ ἀκούμε ἐπάνω μας ὁλόβραστο νὰ στάζῃ. ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. β) Ὀσφραίνομαι Ἤπ. Θράκ. (Αἶν.) Κρήτ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Ἄμφισσ.) Χίος κ. ἀ. : Ἀκούω μυρωδιˬὰ-τσίκνα πολλαχ.» Πβ. καὶ Hesseling-Pernot Ἐρωτοπαίγνια 16 «καὶ ὅσοι διαβοῦν καὶ βλέπουν τὰ τὴν μυρωδιὰν ἀκούσι». γ) Ἐννοῶ, καταλαμβάνω σύνηθ.: Ἀκούς τί λέω; Ἀκούει κἀνεὶς ὅ,τι θέλει ν᾽ἀκούσῃ (τὰ ἄλλα προσποιεῖται πῶς δὲν τὰ ἐννοεῖ) σύνηθ. 3) Ἐξ ἀκοῆς, ἐκ φήμης γνωρίζω. πληροφοροῦμαι παρ᾽ ἄλλων περί τινος προσώπου ἢ πράγματος σύνηθ. (α) Μετ᾿ ἀντικ.καὶ αἰτιατ. : Φρ. Τί ἀκούτε; (τί εἰδήσεις ἔχετε, τί πληροφορεῖσθε; κοιν. || Παροιμ. Καλύτερα νὰ μᾶς ἀκούνε παρὰ νὰ μᾶς ξέρουν (καλύτερον νὰ μᾶς γνωρίζουν ἐξ ἀκοῆς παρὰ νὰ μᾶς γνωρίζουν). Ὅπου ἀκούς πολλὰ κεράσιˬα, βάστα καὶ μικρὰ καλάθιˬα (ἐπὶ πράγματος μηδαμινοῦ μεγαλοποιουμένου ἐκ φήμης) σύνηθ. Ἄκουσά σε καὶ ἵδρωσα, εἶδα σε κ᾿ ἐξίδρωσα (ἐφοβήθην ὅτε ἤκουσα νὰ ὁμιλοῦν περὶ σοῦ, ἔπαυσα ὅμως νὰ φοβῶμαι, ὅταν σὲ εἶδον. Συνων. τῇ προηγουμένῃ) Ζακ κ. ἀ. (β) Μετ᾿ ἐξηρτημένης προτάσεως: Ἀκούω ὅτι θὰ φύγετε ἀπὸ τὴν πόλι. Ἀκούω νὰ μὲ κατηγοροῦν σύνηθ. Ἡ χρῆσις καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. 0403 «νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴπου ἀκούεις». (γ) Μετ᾿ ἐμπροθέτου προσδιορσμοῦ :Ἄκουα γιˬὰ σένα, ἀλλὰ δὲν σὲ εἶχα ἰδεῖ ἀκόμη. Ἄκουσες γιˬ’ αὐτὸ τὸ πρᾶμα; σύνηθ. 4)Ἀκούω μετὰ προσοχῆς τοὺς λόγους τινός, προσέχω τινὶ κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ Κοτύωρ Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Ἄν θέλῃς νὰ καταλάβῃς καλά, ἄκουε! Ἄκουε, μωρέ, τὰ λόγια τοῦ μεγαλυτέρου σου ! Ἄκουσε τὰ παρακάλιˬα του κοιν. Ἄν ἀκούς, κουbάρα μου, ἄκου, εἰδεμὴ νὰ πάς καλε͜ιά σου! Κεφαλλ. Μὴν ἀκούς τσῆ γρα͜ιᾶς Κύθν. Ἄκ᾽σον ντὸ λέγω σε Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ. || Φρ. Γιˬ’ ἄκου! (πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποῦ λέγεις!) πολλαχ. Σ’ ἀκούω ! (φρ. ἀπειλητικὴ ἢ περιφρονήσεως δηλωτικὴ) κοιν. ᾿Εγὼ δὲν τ’ ἀκούω αὐτά! (δὲν δίδω κἀμμίαν προσοχὴν εἰς αὐτὰ ποῦ λέγεις) σύνηθ. ᾿Εγὼ ἀτὰ τὰ λόγια ᾿κ᾽ ἀκού’ ἀτα {᾿κ᾽ ἀκούω ἀντὶ ’κὶ ἀκούω} Χαλδ. || Γνωμ. Ἄκουε τοῦ μεγαλυτέρου σου τὰ λόγιˬα (πβ. Μενάνδρ. Μονόστ 384 4,351 ἔκδ. Meineke «νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε») σύνηθ. || Ἆσμ. Ἄχ, κρῖμα ποῦ ᾿το͵ Χάρε μου, ν’ ἀκούσῃς᾽ τοῦ θανάτου, νὰ πάρῃς ἀπ᾿ τὰ χέριˬα της ὑγιˬὸν τοῦ παντρεμάτου Κῶς. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Εὐρ. Ἱππόλ. 1170 «ἀκούσας τῶν ἐμῶν κατευγμάτων». β) Ὑπακούω, πείθομαι εἴς τινα κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. ᾿΄Οφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Αὐτὸς δὲν ἀκούει οὔτε τοῦ πατέρα του οὔτε της μάννας του. Τοῦ τά λέμε κάθε μέρα, μ’ αὐτὸς δὲν ἀκούει κἀνενός. Δὲ μ᾿ ἀκούνε τὰ παιδιά μου κοιν. Τὸ παιδὶν ποῦ ᾿ὲν ἀκούει τοῦ γονεˬοῦ του ᾿ὲν θωρεῖ προκοπὴν Κύπρ. Δὲν ἀκούει ’λότιλα αὐτεῖνου τοὺ πιδὶ Αἰτωλ. Ἀκούω τὸν κύρι μ᾿-τὴ μάννα μ᾽ κττ. Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Δὲ μ’ ἀκούουν τὰ ποδάριˬα μου (δὲν ἀντέχω εἰς μεγάλους δρόμους). Δὲ μ᾽ ἀκούει ἡ σακκούλλα (εἶμαι ἐνδεὴς) πολλαχ. Δὲ μ᾽ ἀκούουν οἱ μυλωνᾶδες (οἱ ὀδόντες μου δὲν ἀντέχουν) Θεσσ. Δὲ μ᾿ἀκούει νἀ σηκώσω αὐτὸ τὸ βάρος (δὲν ἀντέχει τὸ σῶμά μου νὰ σηκώσω τόσον μέγα βάρος) Κρήτ. Ἀκούει σου; (αἰσθάνεσαι τὰς δυνάμεις σου ἱκανάς;) αὐτόθ. || Παροιμ. Ποῦ δέ τ᾿ ἀκούει εἶναι καλοσύβαστος (ὁ ἀνίσχυρος εὐκόλως συμβιβάζεται) αὐτόθ. || Ἆσμ. Δὲ τ’ ἄκουγε νὰ πορπατῆ κ’ ἐπιˬάστηκε ὁ καηˬμένος αὐτόθ. Συνών. ἀγροικῶ 4. γ) Εἰσακούω, ἐπακούω σύνηθ.: Δὲν ἀκούε ὁ θεὸς τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους σύνηθ.|| Παροιμ. Ἄν ἄκουε ὁ θεὸς τὸ ζήτουλα, θὰ χάλαε τὴν κόλασι (δὰ ἦσαν ὅλοι εὔσπλαχνοι καὶ ἐλεήμονες) Κεφαλλ. Ἄν ἤκουε ὁ Θεὸς τῶν κουρουνῶ, δὲν ἤφινε λύθι ᾿ς τὴ συκεˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θήρ. δ) Ὑποχωρῶ, πείθομαι Κύθν. κ. ἀ.: Αὐτὸς ἀκούει τῶ γυναικῶ Κύθν. ε) Ἐνδίδω, λυγίζω, ἐπὶ μετάλλων Προπ (Κύζ.): Τὸ καλὸ ματέμι ἀκούει. ς) ᾿Ακολουθῶ, συμφωνῶ (κατὰ τὸ παίγνιον τοῦ πόκερ) Πελοπν. (Γελίν. Συκεˬά Κορινθ. Τρίκκ.) ζ) ᾿Ανέχομαι, ὑποφέρω τινὰ σύνηθ. : Δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸν ἀκούσω. 4) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ὀνομάζομαι, λέγομαι σύνηθ. καί ’Απουλ. Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Πῶς ἀκούεις; ᾿Αμοργ. Ἄνδρ. Κύθηρ. κ.ἀ. Πῶς ἀκούς, μωρέ;-Γιˬάννης ἀκούω Νάξ. κ. ἀ. Τί ἀκούει ἡ μεγάλη κόρη; Σῦρ. Εἶχεν ἕναν γιˬὸν καὶ ἔκουεν Γιˬαννίτ’ς Τραπ. Τσείνη ἤκουε Β-βέττα ’Απουλ. Αὐτὸς πῶς ἀκούεται; Χίος Ἰμεῖς Καραγιˬάννιδις ἀκουγόμαστι Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πῶς ἀκούισι, βρέ; Σκόπ. || Φρ. Πῶς ἀκούς;- ᾿Ασ᾽ σ᾿ ὠτία! (παιγνιώδης ἀπάντησις ἀναφερομένη εἰς τὴν κυρίαν σημασίαν τοῦ ἀκούω, ἐνῷ ὁ ἐρωτῶν μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὀνομάζεσθαι) Τραπ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ ἀρχ. καὶ μεσν. Πβ. Δημοσθ. 241,46 «κόλακες καὶ θεοῖς ἐχθροὶ καὶ τἄλλ᾽ ἃ προσήκει πάντ᾿ ἀκούουσιν» καὶ Πρόδρομ. 4,104 (ἔκδ. Hesseling-Pernot σ. 77) «κυρά, κυρὰ μαγκίπισσα, τὸ πῶς ἀκούεις οὐκ οἶδα».Συνών. ἀγροικῶ 5. β) Φέρω τὸ ὄνομά τινος ᾿΄Ανδρ. Νάξ. Σῦρ : Ὁ Γεˬώργις ἀκούει τοῦ πάππου του (φέρει τὸ ὄνομα τοῦ πάππου του) Ἄνδρ. ᾽Εὼ ἀκούω τοῦ πάππου μου τ’ ὄνομα Νάξ. Β) Μέσ. καὶ παθ. 1) Παράγονται ἐν ἐμοὶ κρότοι, θόρυβοι, τριγμοὶ κττ. ᾽Αθῆν. : Τὸ σπίτι ἀκούεται (ἀντηχοῦν ἐντὸς αὐτοῦ τριγμοί, κρότοι κττ. ἐξ ἐνεργείας ἐξωτικῶν). 2) Ἐννοῶ, καταλαμβάνω τὸν ἑαυτόν μου Κεφαλλ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Λακων.) Στερελλ (Αἰτωλ.): Πῶς ἀκούγεσαι ἀπὸ παράδες - ἀπὸ ψιλά; ᾽Αρκαδ. ᾿Ακούιτι ἀποὺ λιφτὰ Αἰτωλ. 3) Αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτόν μου ἐν τοιαύτῃ ἢ τοιαύτῃ σωματικῇ καταστάσει Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων) : Πῶς ἀκούεσαι σήμερα ;-᾽Ακούομαι καλὰ ἢ καλύτερα Κεφαλλ. Φ) Συνεννοῦμαι Κεφαλλ. -(Ἁρμον. 2,578) : ᾽Αφοῦ δὲν ἀκοὺομάστε, ἄς πάψουμε τὴν ὁμιλία Κεφαλλ. Ἤτανε ἀκουσμένοι νὰ πάνε τὴ νύχτα νὰ τοὺς σκοτώσουνε αὐτόθ. Τώρα ἀκουστήκαμε μὲ τοὺς καπεταναίους τῆς Ρούμελης (Ἁρμον. ἔνθ’ ἀν.) || Φρ. Δὲν ἀκοὺομάστε ! (μὴ συνεννοούμενοι πρὸς ἀλλήλους ἐπαύσαμεν νὰ ἀντιχαιρετώμεθα) Κεφαλλ. 5) Γινώσκομαι, καθίσταμαι γνωστὸς ἐξ ἀκοῆς, ἐκ φήμης καὶ ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Χαλδ. κ. ἀ.): Πρέπει ν’ ἀκουστῇ πρῶτα γιˬὰ νά ᾽χῃ πελατεία. ᾿Ακούστηκε τ’ ὄνομά του μὲ τὰ καλὰ ποῦ ἔκαμε. ᾿Ακούστηκε τὸ κορίτσι -ἡ δεῖνα μὲ τὸν δεῖνα (ἐπὶ ἀνηθίκου διαγωγῆς) σύνηθ. ᾿Ακούεσαι δὰ καὶ σὺ πῶς εἶσαι ἀπὸ τσοὶ καλύτερες τοῦ χωριˬοῦ! Νάξ. Τῆς ᾿κούστηκαν οἱ προκοπές της ᾿΄Ηπ. Δὲ θέλω ν᾽ ἀκούγουμ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Τ᾿ ὄνομαν ἀτ’ ἐκουκεῦτεν ᾿ς σὰ τετράμερα τοῦ κόσμου Κοτύωρ. Ἡ παλληκαρότ τ᾿ ἐκουστέθεν Χαλδ.‖ Φρ. Τί γίνεται καὶ δὲν ἀκούεται; (καὶ δὲν γίνεται γνωστόν;) σύνηθ. || Παροιμ φρ. Ζοῦσι κι᾽ δὲν ἀκούουνταν, πέθανι κιˬ ἀκούιτι (ἐπὶ τῶν μετὰ θάνατον εὐεργετησάντων διὰ διαθήκης) ᾿΄Ηπ. || Ἆσμ. ᾽Εκούστην ἡ ἀγάπη μας, μ-ματάκια μου καὶ φῶς μου Τῆλ. Ἡ μετοχ. ἀκουσμένος₌ὁνομαστός, περιβόητος, μέση λ. καὶ ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ συνήθως ἐπὶ γυναικῶν σύνηθ.: Εἶναι γιˬατρὸς ἀκουσμένος ᾿ς ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Αὐτὴ εἶναι ἀκουσμένη (δὲν εἶναι τιμία γυνή). Συνών. φρ. εἶναι ἀγροικημένη, δι᾿ ἣν ἰδ. ἀγροικῶ 3) σύνηθ. Ἡ Ἁγιˬὰ Σοφκιˬὰ τῆς Πόλις ἔν᾿ ἀκουσμένη ᾽ς οὕλ-λον τὸν κόσμον Κύπρ. ᾿Ακουσμένη ᾽ναι παντοῦ ἡ κακε͜ιά σου γνώμη! Νάξ. κ. ἀ. β) Διαδίδομαι, κυκλοφορῶ, συνήθως ἐπὶ κακοῦ σύνηθ. : Γιὰ τὴ γυναῖκα αὐτὴ ἀκούστηκαν πολλά. Τί ἀκούεται; (τί λέγεται ἔξω, τί διαδίδεται;) σύνηθ. ᾿Ηκουστήκανε ᾿ς οὕλο τὸν κόσμο ᾿΄Ανδρ. ᾿Ακούουντι λόγιˬα ἢ ἀκούσκαν λόγιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ.) γ) Παρουσιάζομαι, ἀναφαίνομαι Κίμωλ Σίφν.: Τὸ Μαρτάπριλο ἀκούονται τὰ θεριˬὰ Κίμωλ. Δὲν ἐκούστηκε πεˬὰ ἡ ὄχεντρα Σίφν. 6) Εἰσακούομαι σύνηθ.: Μιλάω, μὰ δὲν ἀκούομαι ! 7) Γίνομαι ἀνεκτὸς, ὑποφερτὸς Κωνπλ.: Ὅσο γιὰ τὴ μυρωδιˬὰ τῆς μαστίχας, αὐτὴ ἀκούεται. 8) Καθίσταμαι αἰσθητός, ἐπὶ ὀσμῶν πολλαχ : ᾽Ακούεται κακὴ μυρωδιˬὰ Κρήτ. || Ἆσμ. ᾿Απὸ τὴν Πόλιν ὥς ἐδῶ ἠκούστ’ ἡ μυρωδιˬά σου Χίος. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ πράγματος ὀσμηροῦ Κρήτ. : ᾿Ακούεται λίγο ό βότυρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA