ἀκράνης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκράνης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀκράνης ὁ, Βιθυν. Θράκ. (Σηλυβρ.) Ἴων. (Κρήν) Κάρπ. Κωνπλ -Λεξ. Αἰν. -ΣΚυριακίδ. Διγεν. Ἀκρίτ. 51 ἀκρά’ς Λέσβ. γιˬακρά’ς Σάμ. Οὐδ. ἀκράνιν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. ἀκράνι Α.Ρουμελ. (Καρ.) Θράκ. (Σηλυβρ.) Κάρπ. Πόντ. (᾽Αμισ.) ἀκρά’ Θράκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. (Πάγγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. akran₌ὅμοιος, σύντροφος. Τὸ γιˬακρά’ς ἐκ τοῦ πληθ. οἱ--ἀκράνηδες.

Σημασιολογία

1) Συνομήλικος ἔνθ’ ἀν. : Αὐτοὶ οἱ δυˬὸ εἶναι ἀκράνηδες Κρήν. ᾽Ακρά᾿ς ᾿ς τὰ χρόνιˬα Λέσβ. Εἶναι ἀκράνι μου Κὰρ. Δικό μου ἀκράνι (εἰς τὴν ἰδικήν μου ἡλικίαν) Σηλυβρ. || Ἆσμ. Νὰ πάγῃς εἰς τὸν πόλεμον νὰ λεˬοντοπολεμήσῃς μ᾽ οὕλους σου τοὺς ἀκράνηδες, μ᾽ οὕλους τοὺς στρατολάτες ΣΚυριακίδ. ἔνθ᾿ ἀν. β) ᾽Ισόπαλος Πόντ.(’Αμισ.): Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀκράνι (πβ. συνών. φρ. δὲν ἔχει ταίρι). γ) Ἁρμόδιος, κατάλληλος Λεξ. Αἰν.: Δὲν ἐπαντρεύτη ἡ δεῖνα, γιατὶ δὲν ηὖρε τὀν ἀκράνη της. 2) Φίλος, σύντροφος Κάρπ. : Αὐτοὶ οἱ δυˬὸ εἶναι ἀκράνηες || Ἆσμ. Τ᾽ ἀκράνι του τ’ ᾽Αντρόνικου τοῦ νεˬοῦ τοῦ ’παινεμένου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/