ἀκράτητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκράτητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκράτητος ἐπίθ. λογ σύνηθ. ἀκράτητους Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀκράτετος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἀκράτηχτος Κρήτ. ἀκράτιγος Πελοπν. (Τρίκκ.) ἀνεκράτιγος Γ’Αθάν. Δέκα ἔρωτ. 112.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκράτητος.
Σημασιολογία
1) ᾿Ακατάσχετος, ἀκάθεκτος, ὁρμητικὸς λόγ. σύνηθ: Ἄνθρωπος ἀκράτητος. Γυναῖκα ἀκράτητη. Ἄλογο ἀκράτητο. Γέλιˬα - δάκρυˬα ἀκράτητα. Δίψα ἀκράτητη λόγ σύνηθ.|| Παροιμ Σέρνει κιˬ ὁ κρατημένος ἀκράτητα καμάρι (ἐπὶ πτωχαλαζόνος) Ἤπ. β) ’Ανυπόμονος Μακεδ. ( Καταφύγ.) 2) Ὁ μὴ κρατούμενος, ὁ μὴ βασταζόμενος ὑπό τινος Πόντ (Ὄφ.): ᾿Ακράτετο ἔει τὴν τσάππα (σκαπάνη). β) Ὁ μὴ δυνάμενος, ὁ μὴ ὢν εἰς θέσιν νὰ κρατηθῇ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) 3) Ὁ μὴ ὑποστηριζόμενος ὑπό τινος, ἀπροστάτευτος Πόντ. (Ὄφ.): Ἐπέθανε καὶ τὰ γαρδέλλ τ᾽ ἀκράτετα εἶν᾽ (γαρδέλλ₌παιδία). β) Ὁ ἀνάξιος ὑποστηρίξεως καὶ μερίμνης Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA