ἀκρεββάτωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρεββάτωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκρεββάτωτος ἐπίθ. Ἤπ. ἀκριββάτουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ καὶ τοῦ ἐπιθ. *κρεββατωτὸς<κρεββατώνω.

Σημασιολογία

Ὁ στερούμενος κρεββατιᾶς, ἤτοι ἰκριώματος, ἐσχάρας,ἐφ᾽ ἧς νὰ στηρίζεται, συνήθως ἐπὶ ἀμπέλων ἔνθ’ ἀν.: Ἆσμ. Μηλεˬὰ ἀπὸ τὰ Γιˬάννινα, ραντζεˬὰ ἀπὸ τὴν Ἄρτα κι᾽ πιρουγλὴ ἀκριββάτουτη ἀπ’ ἄρα͜ιου πιριβόλι (πιρουγλὴ₌ἀναδενδράς) Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/