ἀκρησάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρησάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκρησάριστος ἐπίθ. Λεξ. Ἡπίτ. ἀκρησάριγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Μαζαίικ.) ἀκλησάριγος Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κρησαριστός<κρησαρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ περασθεὶς διὰ κρησάρας, ἀκοσκίνιστος ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αλεύρι ἀκλησάριστο Τρίκκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA