ἀκριβὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκριβὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ Κοτύωρ. Οἰν. ᾿΄Οφ. Σάντ Τραπ. Χαλδ κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πόρτ.
Σημασιολογία
1) ᾿Εν τιμῇ ὑπερβολικῇ κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): ᾿Αγοράζω-πουλῶ ἀκριβὰ κοιν. || Φρ. Θὰ μοῦ τὸ πληρώσῃς ἀκριβά! (ἀπειλὴ πρὸς ἀδικήσαντα) κοιν. ΙΙ Γνωμ. Ὅπο͜ιος δὲν τὸν ξέρει ἀκριβὰ τὸν ἀγοράζει (ἐπὶ προσώπου, τοῦ ὁποίου ἀγνοεῖ τις τὸν κακὸν χαρακτῆρα καὶ παρ’ ἀξίαν ἐκτιμᾷ) σύνηθ. Ἀκριβὰ ἀγοράζεις, ἀκριβὰ καταλᾷς (τὰ ἀκριβὰ πράγματα εἶναι διαρκέστερα τῶν εὐώνων. καταλᾷς=φθείρεις) Μεγίστ. Πούλε͜ιε ἀκριβὰ καὶ ζύγιˬαζε δίκαια (δύνασαι νὰ ὁρίζῃς ὑψηλὴν τὴν τιμὴν τοῦ ὑπὸ σοῦ πωλουμένου ἐμπορεύματος, ὀφείλεις ὅμως νὰ ἔχῃς δίκαια μέτρα καὶ σταθμὰ) Χίος. Συνών. ἁδρά. β) Μετὰ μεγάλης τιμῆς, ὑπερβαλλόντως Κύπρ.: αιρετῶ τον πολλὰ τ’ ἀκριβά. 2) Μετὰ μεγάλης φειδοῦς Μεγίστ.: Παροιμ. ᾽Ακριβὰ ἀγοράζεις, ἀκριβὰ καταλᾷς (τὰ ἀκριβὰ πράγματα εἶναι διαρκέστερα τῶν εὐώνων, διότι τὰ χρησιμοποιεῖς μὲ μεγάλην φειδώ. Παρατηρητέα ἡ διπλῆ σημ. τῆς λ. ἀκριβὰ ἐν τῇ αὐτῇ παροιμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA