ἀκρίβε͜ια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρίβε͜ια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκρίβε͜ια ἡ, κοιν. ἀκρίβκε͜ια Κύπρ. ἀκριβεία Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ (Κερασ. Ὄφ. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀκριβείγιˬα Πόντ.(Κερασ.) ἀκριβκε͜ιὰ Κύπρ. ᾽κρίβε͜ια Πελοπν. (Λακων.) Σέριφ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀκρίβεια=ἡ μετὰ προσοχῆς ἐκτέλεσις οἱασδήποτε πράξεως, αὐστηρότης περὶ τὴν κατάληψιν καὶ ἔκφρασιν. Περὶ τοῦ τύπου ἀκριβεία ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,104. Ὁ τύπ. ἀκριβκε͜ιὰ ἐκ τοῦ παλαιοτέρου παρὰ Βλάχ. ἀκριβε͜ιά.

Σημασιολογία

1) Λεπτολογία, ἀκριβολογία Καλαβρ. (Μπόβ.) 2) Φειδωλία, φιλαργυρία, γλισχρότης Θράκ. (Μάδυτ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κρήτ Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ) κ. ἀ. -Λεξ. Περίδ.: ᾿Απὸ τὴν ἀκρίβε͜ια του ἀπέθανε Περίδ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Πλουτάρχ. Περικλ. 36 «χαλεπῶς ἔφερε τὴν τοῦ πατρὸς ἀκρίβειαν γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν αὐτῷ χορηγοῦντος». 3) Ἔλλειψις συνήθως καρπῶν δημητριακῶν, σιτοδεία σύνηθ. καὶ Καλαβρ.(Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ ᾿΄Οφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Ἔχομεν ἀκρίβε͜ια φέτος σύνηθ. ’Σ τούν κιρὸ τῆς ἀκρίδας γίνιτι κ᾽ ἡ ἀκρίβε͜ια Μάδυτ.᾽Ασ’ τὴν ἀκριβείαν θ’ ἀπομείνωμε πεινασμένοι Κερασ. ᾿Ιφέτ᾿ ἀκριβεία ἐγέντουνε ᾿΄Οφ. || Παροιμ. Ὁ καιρὸς πουλεῖ τὰ λάχανα κ᾿ ἡ ἀκρίβε͜ια τ᾿ ἀγοράζει (ἐπὶ πράγματος εὐώνου μὲν καθ’ ἑαυτό, ἀλλὰ δαπανηροῦ ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως) Πελοπν.(Λακων.) ’Σ τὴν ἀκρίβεια τοῦ νεροῦ καλό ’ν’ καὶ τὸ χαλάζι (ἐν ἐλλείψει καλυτέρου πρέπει νὰ ἀρκούμεθα καὶ εἰς τὸ πενιχρὸν) Πελοπν. (᾽Ανδρίτσ. Κόρινθ. κ. ἀ.) β) Γενικώτερον, ἔλλειψις, σπάνις Κύπρ.: Ἆσμ. ’Σ τὴν ἀκριβκε͜ιὰν τῶν κοραιῶν μιὰν ρκὰν ἐπαρακάλουν τ’ ἐκρέμ-μαζεν τὰ είλη της σὰν τὰ φτερὰ τοῦ γάλου (ρκά=γραῖα) Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Νόμ. 844Β «ἐὰν δι’ ἀκριβείας ᾖ καὶ τοῖς γείτοσι (τὸ ὕδωρ)». 4) Ὑπερβολικὴ τιμή, ὑπερτίμησις τῶν ὠνίων κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) : Δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσῃ κἀνεὶς τὰ ἐμπορικὰ ἀπὸ τὴν ἀκρίβε͜ια. Θὰ μᾶς φάγῃ ἐφέτος ἡ ἀκρίβε͜ια κοιν. Τὰ κρασιˬὰ ἔχουνε ἀκρίβε͜ια Κίμωλ. Πολλὴν ἀκρίβκε͜ιαν φέτι τὸ πρᾶμαν Κύπρ. || Φρ. Ἀκρίβε͜ια τοῦ διαβόλου! (ἐπὶ ὑπερβολικῆς ἀκριβείας) σύνηθ. || Παροιμ. Ὅπου ἰδῇς ἀκρίβε͜ια, καρτέρε͜ιε καὶ φτήνιˬα (αὐξανομένης τῆς τιμῆς πράγματός τινος ἐλαττοῦται ἡ ζήτησις αὐτοῦ καὶ ἐπέρχεται κατ’ ἀνάγκην ἡ ὑποτίμησις αὐτοῦ) Ἤπ. Θήρ. κ. ἀ. Συνών. ἀκρίβεμαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/