ἀρμένι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμένι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμένι τό, Ἤπ. -Λεξ. Αἰν. ἀρμέ’ Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Γρεβεν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ὅρμινον κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ Ἀρμένις. ᾿Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 (1926) 448 κἑξ.
Σημασιολογία
Διάφορα φυτὰ μὲ τὸ κοινὸν χαρακτηριστικὸν ὅτι καπνίζονται αἱ λεχῶνες, ὅταν ἀρμενίζωνται (ἰδ. ἀρμενίζω ΙΙ) 1) Τὰ ἑξῆς φυτὰ τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) α) Πύρεθρον τὸ παρθένιον (pyrethrum parthenium). Συνών. βάλσαμο, βασκαντῆρα. β)Χαμαίμηλον τὸ κοινὸν (matricaria chamomilla). Συνών. τ᾿ ἅι-Γεˬωργιοῦ τὸ λουλουδάκι (ἰδ. ἅγι-Γεˬώργις 1), ἁγεˬωργίτικο (ἰδ. ἁγιγεωργίτικος 2), ἁγιˬολούλουδο 2, Ἀρμένις 9, ἀρμένος 2, χαμόμηλο. γ) Ἀνθεμὶς ἡ Χία (anthemis Chia). δ) Εἴδη χρυσανὓέμων. 2) Τὸ φυτὸν ἐλελίσφακον τὸ ὅρμινον (salvia horminum). Συνών. καυλόχορτο, σαρκοθρόφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA