ἀκριβίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριβίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκριβίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβός.

Σημασιολογία

Ὑπερτιμῶμαι, γίνομαι ἀκριβός: ᾿Αρχίνιξε gιˬ ἀκριβίζει πάλι τὸ ψωμί. Πβ. ἀκριβένω, ἀκριβεύω, ἀκριβιˬάζω, ἀκριβώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/