ἀκριβογιˬὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβογιˬὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκριβογιˬὸς ὁ, σύνηθ. ἀκριβουγιˬὸς Σάμ. Στερελλ.(Αἰτωλ.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβός καὶ τοῦ οὐσ. γιόˬς.
Σημασιολογία
Ὁ λίαν ἀγαπητὸς υἱός, συνήθως ἐπὶ μονογενοῦς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄσμ. Ἀκριβογιˬέ μου τσελεπῆ, ὄμορφο παλληκάρι, δὲν ἦτο gρῖμα κι ἄδικον ὁ Χάρως νὰ σὲ πάρῃ! Κρήτ. Μὴν εἴδιτι τούν γιˬούλλη μου κί τοὺν ἀκριβουγιˬό μου; Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ἀκριβοθυγατέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA