ἀκριβομίλητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριβομίλητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκριβομίλητος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. *μιλητὸς<μιλῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ λίαν σπανίως ὁμιλῶν, ὀλιγόλογος, σιγηλὸς πολλαχ : Πολὺ ἀκριβομίλητος εἶσαι, βρὲ ἀδερφέ! Ἄφησ᾽ τον αὐτόν, εἶναι ἀκριβομίλητος. β) Αἰδήμων Κεφαλλ. : Αὐτὴ μᾶς εἶναι ἀκριβομίλητη. 2) Ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖον δυσκόλως δύναταί τις νὰ ὁμιλήσῃ, δυσέντευκτος Κεφαλλ. Πβ. ἄγγιˬαχτος 4, ἄγγιχτος 4, ἀκριβοθώρητος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/