ἀκριβοστολίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοστολίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβοστολίζω Κρήτ. ’κριβοστολίζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. στολίζω.
Σημασιολογία
Στολίζω μὲ λαμπρά, πολυτελῆ ἐνδύματα: Ἆσμ. Σὰν ἀποθάνω, ἀγάπη μου, πιάσε λαζάρωσέ με καὶ σὰν ἀγάπη bιστικὴ ἀκριβοστόλισέ με. Παρθένες ἐμισσέψανε μὲ τσοὶ χρυσὲς λαμπάδες ποῦ τσοὶ ᾽κριβοστολίζανε σὰν τσοὶ καλὲς νυφάδες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA