ἀκριβοταγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοταγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβοταγίζω CFauriel 140 ΣΖαμπελ. Ἄσμ. δημοτ 723 ἀκριβοταΐζω Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπίρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. ταγίζω.
Σημασιολογία
Ταγίζω, τρέφω μετ᾿ ἀγάπης: Ἆσμ. Μὰ γιˬὰ χατίρι τῆς κυρᾶς νὰ μακροταξιδέψω,ὁποῦ μ᾿ ἀκριβοτάγιζε ᾿ς τὸ γῦρο τῆς ποδεˬᾶς της κιˬ ὁποῦ μ᾽ ἀκριβοπότιζε ’ς τὴ χούφτα τοῦ χεριˬοῦ της ΣΖαμπέλ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. ἀκριβοποτίζω, κρυφοταγίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA