ἀρμενοκόλλυβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενοκόλλυβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρμενοκόλλυβα τά, Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις καὶ τοῦ οὐσ. κόλλυβα.

Σημασιολογία

1) Τὰ κόλλυβα τῶν Ἀρμενίων. 2) Ἀραβόσιτος ψημένος καὶ ἀνάμεικτος μετὰ κοπανισμένου καρποῦ καρυδίων κττ. (ὡς συνήθως καρυκεύονται τὰ κόλλυβα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/