ἀκριβοτζάντζαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριβοτζάντζαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκριβοτζάντζαλος ἐπίθ. ἀμάρτ. Χίος ἀκριβουτζάτζαλους Ἴμβρ. Λέσβ. ἀκριβοτζάτζαρος Χίος ἀκριβουτζάτζαλους Λέσβ. ἀκριβουτζαντζάλ’ς Θράκ. (Αἶν.) ἀκριβοτζατζάνης Σῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβὸς καὶ τοῦ οὐσ. τζάντζαλο.

Σημασιολογία

Φιλάργυρος, γλίσχρος ἔνθ’ἀν.: Ἄdε, βρὲ ἀκριβοτζάτζαρε, ποῦ λυπᾶσαι νὰ φάς ! Χίος. Εἶναι μιˬὰ ἀκριβοτζατζάνα! Σῦρ. Συνών. ἀκριβάνθρωπος, ἀκριβατσίγγανος, ἀκριβοκαμένος, ἀκριβοκόπος, ἀκριβός Α 1 β, ἀκριβοχέρης, σφιχτοχέρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/